Το αγαλματάκι

Μέσα στη μεγάλη καταφώτιστη σάλα της δημοπρασίας λογής-λογής κόσμος μπενόβγαινε, καθότανε, χάζευε, στεκότανε ολόγυρα απ' τον κήρυκα. Τα πράματα, άλλα σκόρπια, κι' άλλα σιγυρισμένα κάπως, πιάναν τους τέσσερις τοίχους τριγύρω, τις γωνιές, τα παράθυρα και τις πόρτες, σ' ένα παράταιρο ανακάτεμα. Ψηλά, απάνω σε μια μικρή εταζερούλα, μοναχική, παράμερη, και συλλογισμένη, ξαπλωνόταν απάνω στο μακρό καναπέ της η κομψή κυρία με την φορεσιά την παλεϊκιά, με τα μαλλάκια κάτω ριγμένα σε μπούκλες, με τη χωρίστρα στη μέση, τα κόκκινα μάγουλα και τα γαλανά μάρια. Μια πορσελάνα ολόστρωτη και γυαλιστερή που σουρχόταν να τη χαϊδέψης μαλακά, και να τη φιλήσης.

Απ' την άλλην άκρη καθισμένος, μελαγχολικός, χλωμός την είχε αντικρύσει με πόδον από ώρα πριν ο ποιητής· και το μάτι του έτρεχε περίγυρο στις γραμμές τις κομψές και αιθέριες του μικρού κορμιού· γλυστρούσε στα ξανθά σγουρωμένα μαλλιά, στο λεπτό τράχηλο με τα ξεπεταμένα κι' ανυπότακτα τσουλούφια, κατέβαινε στον ώμορφο λαιμό και στ' απαλά στηθάκια της κούκλας κυρίας, έφτανε στη δαχτυλιδένια μέση, στο χέρι το παχουλό το κρεμασμένο πλάϊ στον καναπέ με τα κρινένια δάχτυλα που κρατούσαν ανοιχτό κάποιο βιβλίο.

  1. Αυτή είνε δική μου· είπε. Δεν μπορεί, παρά να είνε δική μου!

Κανένας δεν την πρόσεχε· κανένας δεν την κύτταζε, ούτε κατάλαβε την αξία της. Πρόσεχαν στα χρυσωμένα με τη γυάλα του προστυχορολόγια. Τριγύριζαν τους μεταξοντυμένους καναπέδες, τις πολυθρόνες και τα σκαμνιά. Θαμπωνόντουσαν απ' τους κορνιζαρισμένους μεγάλους κρεμαστούς καθρέφτες, από κάθε τι πλούσιο, χτυπητό και πρόστυχο!

  1. Είνε δική μου! Δεν μπορεί παρά να είνε δική μου· ξαναείπε ο χλωμός άνθρωπος της πέννας· αυτή με προσκαλεί· με γλυκοδέχεται με τα μπιρμπιλωτά της μάτια· μ' αποτραβάει με τη ματιά της, και μου τάζει τα χίλια τόσα με την καλή της συντροφιά. Κανένας δεν τη νιώθει και κανένας δεν καταλαβαίνε τη γλώσσα που μιλεί...
  2. Μία... δύο... τρεις... Θα πάρη τέλος κύριοι· το αγαλματάκι από πορσελάνα. Είνε αληθινό και σπάνιο· μόνο διακόσιες δραχμούλες πρώτη προσφορά... Εσείς κύριε; είπε γυρίζοντας και βλέποντας τον ποιητή μας με καρφωμένα και αχόρταγα τα μάτια απάνω στο κομψοτέχνημα που ο κήρυκας τώχε βάλει τώρα απάνω στο τραπέζι και το γύριζε απ' όλες τις μεριές να φαίνεται.

Ο κόσμος αραίωνε κ' έφευγε σιγά-σιγά. Δεν έμεναν παρά δυο τρεις περίεργοι· μερικοί άνθρωποι του μαγαζιού κ' ένας κύριος χοντρός, ψηλός, ξουρισμένος, πούχε αγοράσει στην τύχη δεξιά κι' αριστερά κάθε τι που τουρχόταν όρεξι· καθρέφτες, ρολόγια, βάζα κινέζικα τάχα, εικόνες και ζωγραφιές από κάθε είδος· γραφεία, βιβλιοθήκες, τραπέζια· κάθε τι που του φάνταζε και τον ξίπαζε καθώς ήταν και φαινόταν βαρκάρης ή μπακάλης νεόπλουτος.

  1. Τι είνε τούτο;... ρώτησε.
  2. Σαξ... κύριε· μοναδικό· ευκαιρία πρώτης διακόσιες δραχμούλες. Μία... δύο... έχει άλλος;
  3. Δικό μου είπε δειλά-δειλά και ντροπιασμένα ο δύστυχος ποιητάκος· και το χέρι του έτρεμε κρατώντας στη μέσα τσέπη του το πορτοφόλι. Διακόσιες πενήντα ήταν όλες όλες μέσα κει για να περάση· κι ο μήνας ήταν στη μέση· μα τα γαλανά μάτια τον γλυκοκύτταζαν και μοιάζαν σα να του λένε
  4. Πάρε με... πάρε με από δω μέσα. Γλύτωσέ με!
  5. Διακόσιες είκοσι πέντε: φώναξε ο χοντράνθρωπος γελαστός και βλέποντας ειρωνικά τον ποιητή.
  6. Σώσε με... γλύτωσέ με του γνέβαν τα ολόγλυκα μάτια της κυρίας.
  7. Διακόσιες... πενήντα... είπε τραυλίζοντας και βγάζοντας το κίτρινο γδαρμένο στις γωνίες πορτοφόλι του.. Δικό μου παρακαλώ.
  8. Μία... δύο... τριακόσιες... έχει άλλος; Πάρτε το κύριε! Δικό σας! Χλωμός, τρικλίζοντας, νιώθοντας ότι κάτι του τράβηξαν μέσα απ' την ψυχή και του τη σπάραξαν, μόλις κρατήθηκε πιάνοντας το χέρι της πλαγινής πολυθρόνας και σωριάστηκε απάνω της. Με τα μάτια σχεδόν βουρκωμένα ακολούθησε την ποθητή του, που την έπερνε ποιός ξέρει για πού: ο μπακάλης, ο χοντράνθρωπος... το χρήμα.

Εκείνος γελαστός, περήφανος και ευχαριστημένος, κρατώντας αγκαλιά το πράμα που του είπαν πως έχει κάποια αξία, στράφηκε πριν να βγη απ' την πόρτα και κύτταξε το φτωχό αντίπαλό του μ' όλη την αλαζονία που δίνει το χρήμα, αλλά και μ' όλη την προστυχιά μαζί. Καθώς γύριζε όμως, θέλεις τύχη, θέλεις κάποια αόριστη κι' αξεδιάλυτη δύναμις και θάλησις, τον έκανε να μπερδευτή σε μια άκρη του στρωμένου χαλιού, να κυττάζη να πιαστή απ' τον παραστάτη της μεσόθυρας και ν' αφήση να του ξεφύγει απ' τα χέρια η λεπτότατη πορσελάνα.

  1. Στο διάβ... φώναξε ο χοντράνθρωπος.

Ένα αχ! ακούστηκε απ' τον καναπέ κ' ένας άνθρωπος ώρμησε σαν τρελλός με τα τέσσερα μπουσουλώντας και μαζεύοντας κομματάκι κομματάκι ότι απόμεινε απ' το μικρό αγαλματάκι σα να μάζευε τα κομμάτια κάποιου ονείρου χαμένου και κομματιασμένου.

  1. Μου τα δίνετε; ρώτησε δειλά-δειλά.
  2. Χάρισμά σου! του απάντησε φεύγοντας θυμωμένος ο χοντρομπακάλης... μισότρελλε... γρουσούζη!