Η κιθάρα
Το σπιτάκι, ήταν χαριτωμένο, απλοϊκό, χαρούμενο και καλοπρόδεχτο· με τον αυλότοιχο σκεπασμένο ολότελα απ' τους κλώνους της γιασεμιάς πούχε σκαρφαλώσει· με την πλακόστρωτη μικρήν αυλή του, και τη μαρμαρένια σκάλα σκεπασμένες με την κληματαριά. Γλάστρες από 'δω· γλάστρες από 'κει με λογής λογής μυριστικά, σκαλισμένες, ποτισμένες, κλαδεμένες, έδειχναν ότι, αγαπητό χέρι και καλοπροαίρετος νους, τα συνεριζότανε, τ' αγαπούσε· τα φρόντιζε!
Απάνω το μακρύ χαγιάτι κ' η τζαμωτή γαλερία· και στη γραμμή οι καμαρούλες, προσηλιακές, φωτεινές, ανοιχτόκαρδες σε προσκαλούσαν –Έλα να καθήσης εδώ μέσα, θα βρης ανάπαυση, γαλήνη όση θέλεις, αέρα νοικοκυροσύνης κ' εκείνο το κάτι, που σου φέρνει θύμηση σπιτιού· το οικογενειακό χάδι ένα τίποτα, κάτι ανείπωτο· κι' όμως τόσο πραγματικό· μια παρηγοριά αληθινή, για κάθε ξενιτεμένο!
- Νάτην· η τελευταία καμαρούλα απάνω στην αυλή είνε λεύτερη – είπ' ο φίλος μου που μ' έφερε ως εκεί. Παληός νοικάρης κι' αυτός της κυρ' Αννιώς του Τρανά, χήρας, ντόπιας Αθηνέϊσας, που δεν είχε άλλο στον κόσμο παρά το ξερό κορμί της και τη θυγατέρα της τη Σοφούλα σαραντάρα γεροντοκόρη λίγο ζαβή, λίγο παλαβή, λίγο παράταιρη, καθώς λέγουν οι γειτόνοι.
- Δε βλάφτει κανένα· μου λέει ο φίλος μου, καθένας με τη λόξα του, όλοι μας έχουμε· έχει κι' αυτή τη δική της. Αρρεβωνιάστηκε μια φορά τώρα και δεκαπέντε χρόνια· με κάποιο καλό παιδί, δουλευτάρη, γλυκομίλητο και τραγουδιστή. Γινόντουσαν τ' αρρεβωνιάσματα εκεί απάνω στη μεγάλη κάμαρα με χαρές και με γλέντια κι ο καλός, είχε αρπάξει την κιθάρα της Σοφούλας και δόσ' του τραγούδι και δόσ' του ακομπανιαμέντο γλυκύτατο και Ναπολιτάνικο, κι' Ισπανικό, και ηχηρό και βουβό με σουρντίνα, που λιγονόταν να τον ακούη άνθρωπος. Και δόσ' του σότο βότσε, Ριγκολέτο... «Όλα τα μάτια, μάτια είνε, μα είνε και κάτι μάτια»... κ' η Σοφούλα λιγομένη πια κι' ευτυχισμένη να τον ακούη και να τον κυττάη και να κρέμετε απ' το στόμα του... ως που μια στιγμή – χτυπούσαν λέει δώδεκα μεσάνυχτα στη Μητρόπολη – το βλέπουν έξαφνα το παιδί, να κλείνη τα μάτια, να πέφτη η κιθάρα απ' τα χέρια, να γέρνη το κεφάλι, και να κρεμάη τα δυο χέρια... Χτυπούσαν δώδεκα στη Μητρόπολη. Το δικό του το ρολόϊ σταμάτησε. Γιατί; πώς; Μην τα ρωτάς. Τακ – τακ. Τακ – τακ, δούλεψε τριάντα χρόνια. Έξαφνα στοπ! Τρέχα γύρευε το γιατί!..
Η Σοφούλα λοιπόν έχει λίγη λόξα τώρα. Δε θέλησε να πάρη κανέναν άλλο. Δεν πειράζει όμως και δεν βλάφτει κανένα. Βοηθάει τη μάννα της, σκουπίζει, συγυρίζει, μαγειρεύει, θα σου κάνει και την κάμαρα. Κάτι παράξενο μπορεί ν' ακούσης και να ιδής. Δικός της λογαριασμός!
- Νοίκιασέ το· το καλό που σου θέλω· Προσήλιο, χαρούμενο, ανοιχτόκαρδο καμαράκι... Νοίκιασέ το!..
Το νοίκιασα λοιπόν!
Τρελλοί και παλαβοί είνε όλοι οι άλλοι κι' ο φίλος μου μαζί. Φρονιμώτερο άνθρωπο, ευγενικώτερο και λεπτότερο απ' τη Σοφούλα δεν είδα. Ήμουν ο ευτυχέστερος των ξενιτεμένων, με τις καλόκαρδες δυο γυναικούλες γεμάτες περιποίηση και ευγένεια. Με τη γιασεμιά, την κληματαριά, τα βασιλικά και τα μυριστικά ολόγυρά μου· και με τον αέρα τέλος πάντων εκείνο το κάτι το ανείπωτο· που σου λέει –έλα ξενιτεμένε· εδώ μοιάζει με το σπιτικό σου!
- Αν δης τίποτε παιδάκι μου, μη μιλήσης· μου είπε κ' η ίδια η μάννα της μια βραδυά που με καληνύχτιζε. Η Σοφούλα μου... η Σοφούλα μου κάνει κάτι παράξενα...
- Όξω απ' την Σοφούλα, μου φαίνεται πως είσαστε όλοι οι άλλοι τρελλοί: κι οι γειτόνοι, και συ, Κυρ' Αννιώ, κι ο φίλος μου ακόμα!
- Μη μιλήσης παιδάκι μου... μη μιλήσης...
Λοιπόν μια βραδυά σκοτειδιασμένη όπως καθόμουν στο παράθυρο Τζαμαρίας, παίρνων το ευώδιασμα των μυριστικών, βλέπω σιγά-σιγά να με ζυγώνη, με περπάτημα σιγαλό και με ένα κερί στο χέρι η Σοφούλα! Μ' έπιασε απ' το χέρι και τραβώντας μου λέει· –Πάμε... πάμε ν' ακούσης και συ! Χωρίς να θέλω σηκώθηκα· άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα της καμαρούλας της, έβαλε το κερί στο κομό, γονάτισε, σταύρωσε τα χέρια και με τα μάτια ψηλά καρφωμένα κάπου, άρχισε ένα είδος προσευχής μυστηριακής. Στην αρχή δεν κατάλαβα γιατί δεν κοίταζε στα εικονίσματα, έπειτα, στην πιο σκιερή γωνιά της κάμαρης ξεχώρισα κρεμασμένη ψηλά, με τις χορδές σπασμένες, σκονισμένη, αραχνιασμένη, απείραχτη χρόνια, με μια ξεθωριασμένη μαβιά κορδέλλα στο λαιμό, και με το μακρύ κορδόνι να κρέμεται χαλαρωμένο, μια Κιθάρα!
Η προσευχή, εξακολουθούσε πιο ζωηρή, επίμονη με τα δυο χέρια ξεσταυρώθηκαν· και με κινήματα βίαια, απότομα, ικεσίας απελπιστικής, ανοιχτά σα να ζητούσαν κάτι ν' αγκαλιάσουν στο κενό, ετεντώθηκαν προς την κιθάρα. Έπειτα σιγά-σιγά το πρόσωπό της άρχισε να πέρνη μιαν έκφρασιν άλλη, όλως διόλου παράξενη σαν να μην έβλεπε πια στον κόσμο τούτον. Ένα αγγελικό χαμόγελο άνθισε στα χείλια της· τα μάτια της μισόκλεισαν σε λίγωμα και έκφραση και καθρέπτισμα ουρανίας γαλήνης...
Έξαφνα· απ' την Μητρόπολη, ένας-ένας, ρυθμικός, ισόχρονος, μονότονος και μελαγχολικός ακούστηκαν να σημαίνουν οι δώδεκα ήχοι του ρολογιού, ενώ ταυτόχρονα το πρόσωπο της Σοφούλας με τη μεγαλύτερη μυστηριακή έκσταση ατενίζοντας την κιθάρα μου έλεγε:
- Την ακούς;... Πέσ' μου, την ακούς; «Όλα τα μάτια μάτια είνε....» και ένα τραγουδάκι χαμηλόφωνο, μόλις ακουόμενο απ' τα χείλη της – σαν να μη τόλεγε αυτή, αλλά φωνή άλλη υπέργειος – αντήχησε μέσα στους τέσσερες τοίχους της καμαρούλας.
- Μα την κιθάρα... την κιθάρα της ακούς; επίμενε να μου λέει...
Διάβολε! Ομολογώ ότι μου φάνηκε σαν να την άκουσα κ' εγώ.