Τα θαύματα του ταχυδακτυλουργού

Όταν υπηρετούσα εις το πρώτον Σύνταγμα του Πεζικού ως έφεδρος, μου επήλθεν η φαεινή ιδέα να κάμω ολίγον και τον στρατηγόν και να επικρίνω μίαν ψευδομάχην γενομένην εις τις Τράχωνες. Έγραψα ένα άρθρον περί αυτής και επέκρινα τον διευθύνοντα τας ασκήσεις Συνταγματάρχην των επιτελών. Και το εδημοσίευσα εις την «Ακρόπολιν» υπό ψευδώνυμον. Ο επιλοχίας μου όμως Βάταγγελ κατώρθωσε να πληροφορηθή τον γράψαντα, με κατήγγειλεν εις την διοίκησιν του συντάγματος και ετιμωρήθην με δύο μηναρέδες, όπως ελέγετο εις την γλώσσαν του στρατώνος η δίμηνος φυλάκισις. Δεν μου είχε κοινοποιηθή η τιμωρία μου. Τουναντίον, επρόκειτο να αποσπασθώ εις το γραφείον του στρατηγού Βοσσέρ, αρχηγού της Γαλλικής αποστολής, ότε αιφνιδίως επληροφορήθην ότι μετετιθέμην εις Ναύπλιον. Το περίεργον ήτο ότι δεν μου έδωκαν φύλλο πορείας, αλλ' ο επιλόχίας μου έλαβε διαταγήν να με παραδόση προς μεταφοράν εις την χωροφυλακήν.

Ο μακαρίτης Κόλιας, όστις αργότερον υπήρξε συνάδελφός μου εις την Βουλήν, έφεδρος λοχίας τότε, με συνώδευσεν εις τον στρατώνα της χωροφυλακής ευρισκόμενον εις το Παληό Τζαμί. Εγνώριζεν ούτος την αιτίαν δια την οποίαν απεστελόμην εις Ναύπλιον, αλλά με άφηκεν εις την πλάνην ότι μετετιθέμην απλώς εις το εκεί εδρεύον σύνταγμα. Εν τούτοις μόλις έφθασα εις την χωροφυλακήν, ηννόησα ότι η θέσις μου ήτο πλειότερον περίπλοκος παρ' ό,τι αρχικώς επίστευσα.

Το μεσημέρι εζήτησα να εξέλθω όπως προγευματίσω. Οι φύλακες μου είπαν ότι απηγορεύετο η έξοδός μου, αλλ' ήσαν ευδιάθετοι να μου φέρουν ό,τι ήθελα. Τοιαύτη ευγένεια δεν ήτο συνήθης εις τα έξεις του σώματος τούτου κατά την εποχήν εκείνην, ότι οι άνδρες του ήσαν γνωστότεροι υπό το όνομα σταυρωτήδες! Με εξέπληξεν η συμπεριφορά των. Επειδή όμως δεν ήθελα να βασανίσω το κεφάλι μου με περιττάν υπονοίας, άφηκα τον εαυτόν μου εις την τύχην, πρεσβεύων πάντοτε το οθωμανικόν κισμέτ. Δεν υπήρχε καμμία ανάγκη να μαντεύσω ταχύτερον εκείνο που θα εμάνθανα την επαύριον. Όταν κανείς είναι στρατιώτης αι λεπτομέρειαι δεν έχουν καμμίαν σημασίαν διότι η ελευθερία του ευρίσκεται εις την διάκρισιν υπό του υπουργού των Στρατιωτικών μέχρι του τελευταίου δεκανέως.

Ανεμίχθην έτσι εις τον στρατώνα με τους χωροφύλακας. Όλοι είχαν στριμμένα μουστάκια μεταχειριζόμενοι αντί μαντέκας γουρουνόξυγκον. Οι αξιωματικοί του σώματος τούτου μετεχειρίζοντο τότε την μέθοδον του Μποτσαράκου και τα μουστάκια των, τα οποία ηπείλουν να τρυπήσουν το στερέωμα, ήσαν περισσότερον μαύρα από τα πτερά των κοράκων. Του μοιράρχουν μάλιστα τα μουστάκια είχον υπερβή κάθε φτερό κοράκου εις την μαυρίλαν. Με προσετήνισε βλοσηρώς και διέταξε να με επιτηρούν μήπως το σκάσω. Η πρόνοια αυτή ήτο όλως περιττή, διότι ουδέποτε μου επέρασεν από το κεφάλι η ιδέα της δραπετεύσεως.

Το πρωί το μυστήριον διεσαφίσθη. Μόλις εσήμανεν η διάνα και δύο χωροφύλακες με παρέλαβον και με συνώδευσαν εις τον σταθμόν του σιδηροδρόμου Πελοποννήσου. Οι χωροφύλακες μοι εγνώρισαν ότι είχον διαταγήν να με παραδόσουν εις το φρουραρχείον Ναυπλίου, του οποίου φρούραρχος ήτο ο συνταγματάρχης Ευθύμιος Χατζηπέτρος. Δεν εγνώριζον τίποτε άλλο. Αυτό ήρκεσε να ενοήσω περί τίνος επρόκειτο, αλλ' όπως δήποτε ανεχωρήσαμεν χωρίς να γίνη άλλος λόγος περί τούτου.

Ήτο μία ωραία χειμερινή πρωΐα. Κατά την εποχήν εκείνη ο σιδηρόδρομος δεν εξετείνετο πέραν της Κορίνθου· η μέχρι του Ναυπλίου οδός ευρίσκετο υπό κατασκευήν ακόμη, έτσι είμεθα υποχρεωμένοι να διανύσωμεν αυτήν πεζή μέχρι του Ναυπλίου. Η προσφορά ολίγων ποτηρίων κρασιού και ολίγου κοκορέτσι με συνέδεσε στενώτερον με τους συνοδούς μου. Συναισθανόμενοι ούτοι την θέσιν μου, έκαμον παν ό,τι δυνατόν ν' απομακρύνουν την μελαγχολίαν μου· εβαδίζαμεν παραπλεύρως· ο ήλιος έλουε την πεδιάδα και τα βουνά και οι μυγδαλιές ήσαν ανθισμένες· τα πουλιά εξαπατηθέντα από την εαρινήν εκείνην ημέραν, η οποία είχεν ανατείλει μέσα εις την καρδιά του χειμώνος ετραγουδούσαν γλυκύτατα. Το θέαμα ήτο εξαίσιον. Οι κορυφές των ορέων ήσαν σκεπασμένες από χιόνια, τα οποία υποτρέφουν τα ποτάμια του αργολικού πεδίου και την λίμνην της Στυμφαλίας. Ο δρόμος ήτο έρημος· από καιρού εις καιρόν επερνούσε κανένας διαβάτης καβάλλα εις το μουλάρι του και εσιγοτραγουδούσε κανένα δημοτικό τραγούδι. Έτσι εγίνοντο ακόμη τα ταξίδια εις την Έλλάδα. Αι σκηνογραφίαι αύται μου υπενθύμιζαν τας εικόνας του Έζε, τας οποίας προ ολίγων μηνών είχα θαυμάσει εις την πινακοθήκην του Μονάχου. Οι σύντροφοί μου γοητευθέντες και αυτοί από το κάλλος της χειμερινής εικόνος ετραγουδούσαν ερωτικά λιανοτράγουδα. Από καιρού εις καιρόν διερχόμενοι καταπρασίνους λόφους εβλέπαμεν κατερχόμενα κοπάδια προβάτων. Οι κωδωνίσκοι των αφυπνίζοντες τας ηχούς των δασών, εζωντάνευον εις τα έκθαμβα όμματά μου τα ειδύλλια του Θεοκρίτου και του Μόσχου. Έτσι ελησμόνησα την θέσιν μου και απορροφήθηκα ολόκληρος εις την διαγελώσαν φύσιν. Είχα αρχίσει να αισθάνομαι κάποιαν ευγνωμοσύνην εις εκείνους, οι οποίοι με απέσπασαν από τα βάσανα της καραβάνας και μ' έστειλαν να κάμω μίαν τέτοιαν εκδρομήν, με τιμητικήν φρουράν δύο χωροφυλάκων ειδυλλιακής ιδιοσυγκρασίας.

Έτσι βαδίζοντες εφθάσαμεν στο Χιλιομόδι. Εβγάλαμε τας αρβύλλας μας, εσηκώσαμε τα σκελέας μας και επεράσαμε το δροσερό ποτάμι με ιδιαιτέραν απόλαυσιν. Εις τα χάνια τα οποία συναντούσαμεν, αφ' ου ετρώγαμεν καλά και ερροφούσαμεν γενναίον οίνον της Αργολίδος, εστρωνόμεθα εις το σκαμπίλι και έτσι επερνούσαμε θεάρεστα. Περί την δύσιν του ηλίου εφθάσαμεν εις τα Δερβενάκια, εις την στενήν εκείνην δίοδον, όπου ο Κολοκοτρώνης είχε καταστρέψει την στρατιάν του Δράμαλη, του εκπορθήσαντος την Μαγνησίαν. Εκεί επεράσαμεν την νύκτα μας. Περί την εσπέραν πολλοί χωρικοί των πέριξ χωριών κατέβηκαν εις το χάνι του Ανέστη να παίξουν χαρτιά. Ήτο φαίνεται το χάνι η λέσχη της περιοχής και το κοινόν εντευκτήριον. Ο πολιτισμός είχεν εισαχθή και εκεί και η πασσέτα απετέλει το προσφιλέστερον μέσον της διασκεδάσεως. Εις ένα τραπέζι καθισμένος ο μπαγκαδόρος ανακάτευε την τράπουλα· φαίνεται ότι αι μέθοδοι της σκαλέτας και του μπαλαμουτίου ήσαν οικείαι εις αυτόν, δια τούτο οι χωρικοί είχαν κάμνει τέσσαρα τα μάτια τους και παρηκολούθουν όλας τας κινήσεις του. Παρ' όλα ταύτα όμως είχεν αδειάσει τα σελάχια των απλοϊκών χωρικών.

Έξαφνα μεταξύ των θαμώνων παρουσιάσθη ένας Ζακύνθιος θαυματοποιός αναλαβών να διασκεδάση την συντροφιάν. Το γεγονός αυτό ήτο απροσδόκητον και οι χωρικοί αφήσαντες τα χαρτιά προσητένιζαν έκθαμβοι.

Πληρώσας ούτος το στόμα του με οινόπνευμα και θέσας ένα αναμμένο σπίρτο εις τα χείλη του εξέπεμπε φλόγας σαν το θηρίο της Αποκαλύψεως. Έπειτα εγέμισε το στόμα του με κανάβι και άρχισε να καπνίζη σαν φουγάρο ατμοπλοίου. Ο θαυμασμός είχε φθάσει εις το κατακόρυφον. Ποτέ δεν είχε διέλθει από το χάνι του Ανέστη θαυματοποιός, ο δε Διονυσάκης ήτο μία από τας δόξας του επαγγέλματός αυτού. Όταν το καπέλλο του εγέμισεν από χάλκινα νομίσματα και εκάθισε να ξεκοκκαλίση τεμάχιον κακοψημένης γίδας, ένας από τους συνοδούς μου χωροφύλακας, ο Βαγγέλης Αλαφούζος, νέος ευτραπέλου χαρακτήρος, εδήλωσεν ότι ήθελε και αυτός να εκτελέση μίαν ταχυδακτυλουργίαν. Ανήλθεν επί του καθίσματος κρατών ένα ποτήρι γεμάτο κρασί και δεικνύων τούτο εις τον Ζακύνθιον θαυματοποιόν του είπε.

  1. Βλέπεις αυτό το κρασί;
  2. Το βλέπω, του απήντησεν ο Ζακύνθιος· ε ντούγκουε;
  3. Αι, λοιπόν, δεν θα το ξαναϊδής πια, και το ερρόφησεν εν μέσω γελώτων των θεατών.

Η συναναστροφή μετετράπη έπειτα εις μουσικήν εσπερίδα. Ο Διονυσάκης ανέλαβε να τραγουδήση, και με φωνήν την οποίαν είχεν ολίγον ξεχαρβαλώσει το κρασί, εταγούδησε:

Ωραία πουν' η Ζάκυνθος,
νάτανε πιο μεγάλη,
Νάχε τα σπίτια τα ψηλά
κάτω στο περιγιάλι.

Έτσι, χωρίς να το περιμένωμεν ευρεθήκαμεν εις μίαν κίνησιν ολίγον ιδιόρρυθμον δι' ένα χάνι ευρισκόμενον μέσα εις τα Δερβενάκια, όπου ακόμη η φουστανέλλα δεν είχεν αντικατασταθή από τα πεζά φορέματα του Ρετσίνα. Όταν ενύκτωσεν, ο ένας μετά τον άλλον έφυγαν οι χωριάτες. Εμείναμεν εμείς και ο Διονυσάκης, οι οποίοι θα διανυκτερεύαμεν εκεί. Ωραία φωτιά εκάπνιζεν ολίγον σχετικώς. Οι χωροφύλακες έστρωσαν τις κουβέρτες των και εκοιμήθηκαν κατάχαμα. Εις εμέ, ο οποίον ήμουνα ολιγώτερον σκληραγωγημένος, έδωκαν την κούνια του παιδιού του πανδοχέως. Έτσι ότε εισερχόμην πλέον εις την ανδρικήν ηλικίαν, μου επέπρωτο να κοιμηθώ εις ένα λίκνον, όμοιον εκείνου που με εκοίμιζεν η τροφός μου. Ο Διονυσάκης εκοιμήθη μαζί με τον χατζή. Αλλά τούτου τα νυκτερινά θαύματα ήσαν πολύ θαυμασιώτερα από εκείνα τα οποία εξετέλεσε την εσπέραν, διότι εγερθείς, ότε απεκοιμήθη ο Ανέστης, ήνοιξε τον μπεζαχτά και αφήρεσε την είσπραξιν της ημέρας, απήγαγε δε και του πορτοφόλι του Αλαφούζου, επωφεληθείς δε του σκότους απέδρασε χωρίς ν' αφήση ουδέν ίχνος. Ο πανδοχεύς και οι χωροφύλακες τον κατεδίωξαν εις μάτην. Μετ' ολίγον απήλθομεν και ημείς ακολουθήσαντες την άγουσαν εις το Ναύπλιον. Εκεί έμαθον ότι ετιμωρήθηκα δια διμήνου φυλακίσεως, δια το άρθρον που είχα γράψει και έστελλόμην δια να εκτίσω την ποινήν μου εις τα στρατιωτικάς φυλακάς της Ακροναυπλίας. Έτσι έγινα ολίγον Σύλβιος Πελίκκο και ήρχισαν αι περιπέτειαι των φυλακίσεών μου. Μέχρι της στιγμής εκείνης τα πράγματα δεν είχαν βαδίσει άσχημα. Εκδρομή δια μέσου του αργολικού πεδίου, σκηνογραφίαι ειδυλλιακαί, εσπερίς εις το χάνι του Ανέστη, τα θαύματα του Διονυσάκη και αι άλλαι τέρψεις, είχαν κάποια θέλγητρα κάπως διαφορετικά από τα συνηθισμένα βάσανα της καραβάνας. Αλλ' όταν εφθάσαμεν εις την Ακροναυπλίαν ενεφανίσθη το φάσμα του αρχιφύλακος ανθυπασπιστού Λεωτσάκου, ενός παλαιού στρατιώτου, που δεν ήρχετο εις κανένα συμβιβασμόν με τας νεωτέρας ιδέας. Μου έρριψε κάτι βλέμματα, που και ο πύργος της Σαραγγώσης αν ήμουν ήθελα καταρρεύσει. Εν τούτοις αντέσχον και παρεδόθην εις τους φρουρούς όπως εισαχθώ εις το απομεμονωμένον. Ένα κελλί χωρίς φως, χωρίς αέρα, χωρίς κρεββάτι, με μίαν μόνο κουβέρτα και νηστικός. Εις την πόρταν της φυλακής μου κάποιος προκάτοχός μου είχε γράψει, όχι με πύρινα γράμματα, αλλά με κάρβουνο σβυσμένο, την επιγραφήν: «Εις τον Άδην δεν υπάρχει μετάνοια και εις τον Στρατόν δικαιοσύνη». Η επιγραφή δεν μου εφάνη και πολύ δίκαια, τουλάχιστον δι' εμέ, όστις ήθελα να κάμω στρατιωτικήν κριτικήν, και σαν να μου εχρειάζετο ο σωφρονισμός εντός του απομεμονωμένου.