Τι θα γίνει ο Μιχαλάκης;

Η γρηά Παγόνα η Γούλαινα εβδομηντάρα, τους είχε φάει όλους πέρα και πέρα της γενιάς της· και το γυιό και τη νύφη της και τα δυο αγγόνια και τα ξαγγόνια της. Λες και ήταν αυτή η ίδια ο Χάρος και το θανατικό του σπιτιού της.

Γρουσούζα, με τ' όνομα, τη λέγανε ολόγυρα στη γειτονιά· και κάθε φορά, που σέρνοντας τις φελλοκουντούρες και πιάνοντας τον τοίχο-τοίχο κατέβαινε τα σκαλάκια του τυφλοσόκακου της Πλάκας, πηγαίνοντας στον Άη Γιάννη τον Πρόδρομο ν' ανάψη κεράκι για μια από τις τόσες ψυχές που ξεπροβόδωσεν, ο γωνιακός μανάβης, ο μπάρμπα Λιάκος μουρμουρίζοντας κάτω από τα παχειά μουστάκια του, την έψαιλνε.

  1. Μωρή Στρίγγλα! Τρέμω που σε βλέπω! Έναν... δυο, τρεις, οχτώ... Νησάφι! Πάρτο πια απόφαση και άμε...... Αλλά τι έφταιγε η δύστυχη Παγόνα; Και πιο δίκαιος ο παπα-Γληγόρης τ' Άη Νικόλα του Ραγκαβά, σταυρώνοντας τα χέρια κατάστηθα κάθε φορά που την έβλεπε, εκύτταζε προς τ' απάνω σιγοψιθυρίζοντας.
  2. Ανεξιχνίασται αι βουλαί του Υψίστου!
  3. Κι όμως δεν ήταν καθόλου κακιά γρηούλα· μήτε αμαρτωλή· και σίγουρα και ο Πέτρος θα της άνοιγε διάπλατα την Πύλη του Παραδείσου, κι' ο Αρχάγγελος πολύ μαλακά τινάζοντας τα φτερά θα της έπερνε την ψυχούλα!

Απ' όλη τη γενιά, μοναχικό στερνοπαίδι της κόρης της, απόμενε ο Μιχαλάκης ολόξανθο, σγουρόμαλλο, γαλανομάτικο αγόρι συντροφιά στα γηρατειά της· παρηγοριά στη μοναξιά της και κρίκος της αλυσσίδας που την έδενε με όλους τους νεκρούς της φαμιλιάς της.

Ο Μιχαλάκης, η ζωή της, η ψυχή της, ο νους της, η έννοια της, το είναι της...

  1. Να ζήσω λίγο ακόμα να τον μεγαλώσω, κ' ύστερα να τα κλείσω η άμοιρη· κατάρα μου, που να μην έσωνα... που ξεκλήρισα σπίτι ολόκληρο.

Κι ο Μιχαλάκης έξη χρονών αγόρι μεγάλωνε στη γέρικη αγκαλιά. Και η γερόντισσα, και οι γειτόνοι, και οι γνώριμοι, όλο λέγανε.

  1. Τι θα γίνη ο Μιχαλάκης άμα πεθάνη η γρηά; Πού θ' αποκουμπήση μοναχός δίχως κανένα στον κόσμο!
  2. Έχει ο Θεός: έλεγε ο παπά-Γληγόρης: αυτός φροντίζει και για τα σπουργίτια· αυτός θα ρίξη την ματιά του και στ' ορφανό! Κι ο Μιχαλάκης ζούσε στα χάδια καθισμένος στα γόνατα της γερόντισσας: πιασμένος από την άκρια της φούστας κι ακολουθώντας την, και στην εκκλησιά, και στο δρόμο, και στα σοκάκια της γειτονιάς, πιπλίζοντας καραμέλες· ξετρέχοντας την γρηούλα πότ' εδώ και πότ' εκεί, ως που την κούραζε πιο, και απόκαμε κι αυτός· κ' έπειτα καθισμένοι κ' οι δύο κάτω απ' τη συκιά της αυλής του φτωχικού στον πλατύφυλλον ίσκιος την έπιανεν η μια την καλτσοβελόνα να του πλέξη μάλλινα καλτσάκια για τον χειμώνα, κι αυτός σταυροπόδι έπαιζε τα πεντόβολα. Η συκιά· το καταραμένο δέντρο κι' απ' το Χριστό τον ίδιο· με το στραβό κορμό της, τα φιδωτά και γυριστά κλαδιά της, μόνη απόμεινε κι' αυτή απ' όλα τα δεντράκια της αυλής που είχαν ξερριζωθή ή ξεραθή, απόμενε στη μέση σαν φάντασμα λες και ήταν ένα με τη γρηά, και καθώς άπλωνε τα ζαβά κλαριά της, ένα το μεγαλύτερο, σκέπαζε με τον ίσκιο κι' εμπόδιζε ένα μικρό ζαμπάκι φυτεμένο σε γλάστρα, ένα μπουμπούκι να ξανοίξη στο φως του ήλιου που τ' αποζητούσε. Κ' η γρηά ακουμπούσε γερά στον κορμό της συκιάς κ' έπλεκε, κ' έπλεκε τις κάλτσες του Μιχαλάκη για το χειμώνα. Κι' ο Μιχαλάκης ακουμπούσε στη μεγάλη γλάστρα με το ζαμπάκι τη ράχη του, κ' έπαιζε, κι' έπαιζε τα πεντόβολα!
  1. Δέσε την κούνια Γιαγιά!

Κ' η γιαγιά μη χαλώντας χατήρι πήρε σκοινί, και στο πιο χαμηλό κλωνάρι, σ' εκείνο πούπνιγε με τον ίσκιο του το ζαμπάκι, έδεσε κούνια κι' έβαλε το μαξιλαράκι, και με τα ξέσαρκα χέρια της που μοιάζαν τα ροζωμένα και στριφτά κλαριά της συκιάς, βοήθησε το Μιχαλάκη ν' ανέβη!

Όλο γέλια και χαρά! Σαν το κρύσταλλο αντηχούσε το χαχάνισμά του. Γελούσε κ' η γρηα, σα νάκλαιγε!

Οπ, μια απάνω ο Μιχαλάκης, μια κάτου! και καθώς ανέβαινε στα ύψη, και χτυπώντας ο αέρας ροδοκοκίνιζε τα μαγουλάκια και ξανέμιζε τα ξανθά σγουρά μαλλιά, κ' έκανε να γαλανιάζουν βαθύτερα τα ματάκια του, η γερόντισα νόμισε πως έβλεπεν ένα απ' τα τρία αγγελούδια τα ζωγραφισμένα στο Τέμπλο τ' Άη Νικόλα. Κι' όπως κατά πίσω ανέβαινε ως εκεί που δεν έπαιρνε άλλο, και ξεφωνίζοντας μικρά χαρωπή φωνούλα, ετοιμαζόταν για τα κάτω τεντώνοντας το σκοινί τα δυο χεράκια σαν φτερουγίτσες, φαινόταν ίδιο κι' απαράλλακτο τ' αγγελούδι της εκκλησιάς ζωγραφιστό, κ' έτοιμο να πετάξη στα ουράνια!

  1. Τι θα γίνη ο Μιχαλάκης, σαν τα κλείσω πια; ρωτιότανε η γρηά Παγόνα. Τι θα γίνη;
  2. Τι θα γίνη αλήθεια; ρωτούν οι γειτόνοι κι' όλος ο κόσμος; Κι' ο Μιχαλάκης μια κατέβαινε και μια ανέβαινε· και φαινόταν σαν να πετάει και σκόρπιζε το γέλοιο του αγγελική φωνούλα που αντιλαλούσε ως έξω στο σοκάκι κι' ως τη γωνιά του Λιάκου του μανάβη που πάλι μουρμούριζε...
  3. Στρίγγλα-Στρίγλα σε φοβάμαι...

Κι' ο Μιχαλάκης πετούσεν, ως μια στιγμή που βρέθηκε τόσο ψηλά, που δε θέλησε να ξανακατεβή πια. Ένα κρακ! ακούστηκε, το σκοινί έσπασε... και τι μικρό ξανθό σγουρό κεφαλάκι βρέθηκε να χτυπήση στο γύρο της γλάστρας με το ζαμπάκι και τα δυο μικρά παχουλά χεράκια βρέθηκαν ν' αγκαλιάσουν μ' ένα σπασμό τελευταίο τη μεγάλη γλάστρα και το ζαμπάκι ραντίστηκε με μια σταλιά, μια μικρή σταλιά αίμα.

Μα αυτά είναι της γης και του κάτω κόσμου πράματα. Η αλήθεια είναι πως ο Μιχαλάκης πετώντας ψηλά σαν τ' αγγελούδια του Τέμπλου τ' Άη Νικόλα, δε θέλησε πια να ξανακατέβη!

Όταν η άμαξα γύρισε απ' το κοιμητήρι, ο παπά-Γληγόρης βοηθώντας την γρηά να κατέβη και κυττάζοντας τον Λιάκο το μανάβη έτοιμο να την προσεχτή με το «Στρίγλα Στρίγλα τόφαγες κι' αυτό» τούκανε νόημα από μακρυά με το δάχτυλο στο στόμα, να σωπάση και σταυρώνοντας τα χέρια στα στήθια του κύτταξε προς τ' απάνω λέγοντας.

  1. Ανεξερεύνητοι αι βουλαί του Υψίστου!