Εκπεσόν μεγαλείον
Τον θυμάσθε τον μεγαλοπρεπή; τον τύραννον των Αθηναϊκών δρόμων· το από ρυτήρος μεγαλείον, το ανατρέπον, το κόβον, το λασπώνον τους πάντας και τα πάντα; το «βάρδα 'μπρος Κύριος»· το στριμμένο αγκίστρι των χειλέων, την ανεμιζόμενην κόμην· τον στραβολαίμην, με την κεφαλήν κλίνουσα αριστερά· τον σουστιέρην λέγω.
Άνεμος ην και στρόβιλον και τυφών. Σε δυό ώρες τα ψάρια ήσαν εδ από τον Μαραθώνα· σε δέκα λεπτά τα κολοκυθάκια και η αγκινάρες του Λεβή και των Σεπολιών βρίσκοντο στην αγορά· σε πέντε ακριβώς η μαρίδα του Φαλήρου.
Και όμως αυτό το πρότυπον το οποίον μας έδιδε μια ιδέα του Αχιλλέως αρματοδρομούντος δεν ευρέθη ένας γλύπτης να το αποθανατίση.
Ποιός είδε το Θεό και δεν φοβήθηκε!
Το είδα λοιπόν εγώ προχθές και τον...... λυπήθηκα· όπως λυπάται κανείς κάθε παρελθόν μεγαλείον όταν το βλέπει εξευτελιζόμενον· και κάθε δύναμιν η οποία κατέστη αβλαβής και περίγελως του κόσμου, ο οποίος πριν την έτρεμε και την εσέβετο.
Ανέβηκεν όθεν επί της φρεσκοβαμμένης κατακόκκινης σούστας, με τα πράσινα καγκελάκια και τα κίτρινα τιμόνια, με τα πετσιά και τα λουριά γυαλισμένα και το κουμπάκια μπρούτζινα λαμποκοπούντα στον ήλιον, και τον ντορή ζεμένον μπροστά ξυστρισμένον, με τα κατάμαυρα βαμμένα νύχια, την φριζαρισμένη χαίτη και την μεταξωτήν ουρά. Ανέβηκε και στυλώθηκε στα δυό ανοιχτά του πόδια και σήκωσε ψηλά και το μακρύ καμουτσίκι με την πράσινη φούντα το οποίον εστρυφογύρισε στον αέρα και το έκαμε ν' αναστενάξη εις μίαν σκαστήν τράκαν:
- Βάρδα 'μπρος..... να μη σας κόψω!
Μάλιστα: ποιόν να κόψης μωρέ παιδί μου!
Η «Πόπη» τούπεσε πλάγια και του χάϊδεψε την αριστερή ρόδα· η «Κούλα» τούδωσε μια από πίσω και ετράνταξε σούσταν και Ντορήν· η «Ελπινίκη» πέρασε ξυστά και έτριψε ολίγον την μούρην του Ντορή, ο οποίος εγύρισε πίσω με βλέμμα ικετευτικό προς τον αφέντην σαν να έλεγε:
- Δεν πάμε να φύγουμε από 'δω, πριν μας εύρη το κακό!
Αλλά «το μεγαλείον» δεν άκουσε: βάρδα 'μπρος λέω! να μη σας κόψω!
Αλλά η «Πόπη» ασθμαίνουσα και ξεφυσώσα άφησε να πέση αρκετό λάδι επάνω στην άσφαλτο, το οποίον ο Ντορής δεν επρόσεξε· και ενώ υπό τις τρακατρούκες του κυρίου Μιστόκλη και την αγριοφωνάρα του προσεπάθει να καρακολάρη κατά την παλαιάν συνήθειαν και τα απαιτήσεις του παρελθόντος μεγαλείου, γλυστρά, γονατίζει, και τουμπάρει.
Εκάθησα αρκετήν ώραν, και έβλεπα την πτώσιν του μεγαλείου. Επεστρατεύθησαν ο Θεός, η Παναγία, οι Σταυροί και τα καντηλέρια· αλλ' ο πόλισμαν παρετήρησεν ευγενικώς εις τον Μιστόκλην να μη λαμβάνη επί ματαίω το όνομα του Κυρίου απειλήσας σημειωματάριον και πταίσμα. Το καμουτσίκι εστράφη από την ανάποδη κατά της κεφαλής του Ντορή· αλλά και το κίνημα τούτο εμποδίσθη δικαίως υπό δευτέρου πόλισμαν.
Οι δύο πόλισμαν εβοήθησαν και ο Ντορής ανηγέρθη.
Ο Μιστόκλης τον παρέλαβε ποδαρηδόν κορονιασμένον και με τ' αυτά κατεβασμένα και τον τραβούσε, θέαμα και μπαίγνιο του κόσμου· ενώ η «Πόπη», η «Ελπινίκη» και η «Ζαφειρίτσα» έφερναν βόλτες ασθμαίνουσαι και καταβρέχουσι με λάδι και μπενζίναν την μούρην του Μιστόκλη και του Ντορή.
Από την γωνίαν των λούστρων τότε, ο μικρότερος απετόλμησε προς το εκπεσόν μεγαλείον, την εξής αποστροφήν ως τελειωτικόν κτύπημα:
- Τράβε ρε γλήγορα να μη σε κόψουν!