Παλιά ιστορία σε πολύ μοντέρνο σκοπό

Καλησπέρα σας, κύριε· είσθε μήπως λωποδύτης; Τη δουλειά σας, τη δουλειά σας, κύριε λωποδύτη· δε σας ενοχλώ διόλου!

Ένα θαυμάσιο μαρμάρινο μέγαρο σε μια από τις αριστοκρατικές συνοικίες του Λονδίνου.

Ο κλέφτης σκαρφάλωσε στον υδροσωλήνα, πιάστηκε από τα γλυπτά που ήταν άφθονα στην πρόσοψι, πήδησε ένα μπαλκόνι και βρέθηκε απ' τ' ανοικτό παράθυρο μέσ' στο σπήτι.

Το δωμάτιο όπου βρέθηκε μέσα ο κλέφτης ήτανε η καμαρούλα του παιδιού. Πέρασε σιγά σιγά στο σαλόνι. Η θερμάστρα αναμμένη, ουΐσκυ και σόδα στο τραπέζι, σάνδουϊτς, πούρα κ' ένα χαρτί με τα λόγια:

Αγαπημένοι μας, μπαμπά και μαμά,
Μη μας περιμένετε όταν γυρίσετε από την όπερα, γιατί θα πάμε στο χορό και θάρθωμε την αυγή.
    ΜΟΛΛΗ

Ο Τζών Σμίθ (ένα από τα πολλά ονόματα του κλέφτη) ευχαρίστησε την αγρυπνία των μεγάλων και γλέντι των μικρών, έφαγε σάνδουϊτς, ήπιε ουΐσκυ και κάπνισε πούρα. Αν τον τύχαινε η υπηρέτρια θα της έλεγε πως είνε ο χορευτής της Μόλλη κ' ήρθε να την πάρη για το χορό των Τεσσάρων Τεχνων.

Αφού ξεκουράσθηκε, σκέφθηκε πως πρέπει ν' αρχίση δουλειά. Α! προ παντός το καθήκον! Είχε μια τσούρμα μικρά σπήτι του, περίμεναν απ' τα χέρια του! Μ' ένα κλειδί λοιπόν κατάλληλο άνοιξε το μεγάλο ντουλάπι κι' άρχισε να σκαλίζη, όταν η πόρτα έτριξε, κι' ως που να το αντιληφθή καλά-καλά ένα μελαχροινό κοριτσάκι, ένας άγγελος ομορφιάς μέσα στο ροζ νυχτικό του, παρουσιάστηκε μπροστά του σφίγγοντας κοντά στο μάγουλό του μια κούκλα και του λέγει:

— Καλησπέρα σας κύριε· είσθε λωποδύτης;
— Να με πάρ' ο διάβολος! Πέτυχα! είπε ο Τζων.

Το χαριτωμένο προσωπάκι χαμογέλασε, τα ρόδινα ποδαράκια σύρθηκαν στο χαλί και το τριανταφυλλένιο στοματάκι είπε:

— Φιλήστε με, κύριε λωποδύτη!

Ο Τζων σκούπισε τα χείλη του με το μανίκι του και την εφίλησε. Η μικρούλα κάθησε πλάϊ του κατάχαμα.

— Κλέβετε τώρα;
— Ναι, γρύλισε ο Τζων.

Εκούνησε το δαχτυλάκι της:

— Κακέ, κύριε λωποδύτη, ο μπαμπάς δε σας αγαπά.
— Κ' εγώ πιστεύω ότι δε θα μ' αγαπά. απεκρίθη εκείνος· μ' αφού δεν πρόκειται να συναντηθούμε λίγο με πειράζει!
— Κύριε λωποδύτη (με φόβο) δε θα μου πάρετε την κούκλα μου, δεν είν' έτσι;

Κ' έσφιξε την κούκλα στο πρόσωπό της...

— Όχι. Όσο γι' αυτή μπορείς να είσαι ήσυχη. Δεν μου κάνουν οι κούκλες...

Η μικρούλα ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του κι' αναστέναξε με ανακούφιση:

— Δεν πας πιο πέρα, λέω 'γώ, να δουλέψω;

Τα μικρά δαχτυλάκια σφίξαν τα δικά του:

— Θα πω στον μπαμπά να σας βρη δουλειά..., να σας δόση ρούχα, λεφτά και φαγητό κ' έτσι δε θα κλέβετε πια.
— Ρε τον κήρυκα θα μου κάνης, κολλητήρι;
— Μα είνε τόσοσ κακό να κλέβη κανένας...
— Καθένας πρέπει να ζήση όπως μπορεί! Δεν είμαι κούκλα εγώ. – Μα ακούμπα τώρα το κεφάλι σου παρέκει να δουλέψω...
— Κύριε λωποδύτη, έχετε κανένα κοριτσάκι σαν κ' εμένα;
— Αν έχω; Έξη – όχι, εφτά!
— Τότε να, δόστε του αυτήν την κούκλα. Έχω δυο εγώ...
— Κράτα την, εκεί δε θα βαστάξη ούτε μισή ώρα – θα την ξεκοιλιάσουν ώσπου να πης αλεύρι.

Η μικρή πήρε πίσω την κούκλα της λυπημένη και, κουνώντας το κεφάλι.

— Θα προτιμούσα ως τόσο, είπε, να την εδίνατε στο κοριτσάκι σας...

Ο Τζών θέλησε να σηκωθή. Μα δυο παχουλά μπράτσα αγκάλιασαν τότε το λαιμό του.

— Θα φύγετε; Μη! Θέλω να σας δη ο μπαμπάς.
— Α! μόνο αυτό δε θα γίνη!
— Μα ο μπαμπάς θα σας βάλη στον καλό δρόμο...
— Θα με ρέψη στην πείνα δηλαδή! Σπολλάτη!
— Ο μπαμπάς είνε λένε ένας φι... φιλάν...
— Φιλάνθρωπος; Μωρέ τους ξέρω 'γώ, έννοια σου, ετούτους τους φιλάνθρωπους! Μμμ! Τώρα είναι που θα του δίνω το γρηγορώτερο.
— Πέτε μου, σας παρακαλώ, ένα παραμύθι, είπε ξαφνικά η μικρή.
— Αν σου πω, θα πας να κοιμηθής να μ' αφήσεις ήσυχο;
— Ναι, θα πάγω.
— Καλά λοιπόν... Μια φορά κ' έναν καιρό ήταν ένα κολλητήρι...
— Τ' είναι αυτό;
— Ένα μικρό παιδί. Πήγε λοιπόν το κολλητήρι μια μέρα και βρήκε...
— Τι;
— Δεν ξαίρω. Πάω, γιατί πέρασ' η ώρα. Τα εργαλεία μου μόνο να μαζέψω και...
— Μη φύγετε, μη φύγετε, κύριε λωποδύτη...

Και τα χεράκια τον σφίγγουνε τώρα γύρω στο λαιμό, και το στοματάκι είνε κολλημένο στο τριχωτό μάγουλό του.

— Για να σου πω!..

Μα να· η πόρτα ανοίγει ξαφνικά και τρεις άνδρες προβάλλουν στο κατώφλι. Ο ένας με φράκο, οι δυο με στολή αστυνομικού...

Η μικρούλα τρέχει κοντά τους αναφωνώντας:

— Μα ελάτε πια μπαμπά! Μια ώρα τον κρατάω με τα δόντια μη μου φύγη. Σας τηλεφωνούσα παίζοντάς του την κωμωδία με την κούκλα – τηλέφωνο στο στόμα...

Ο Τζων άνοιγε τα μάτια του σαν να ωνειρευόταν.

Η μικρούλα ένα μιαν υπόκλισι:

— Δεν με γνωρίζετε; Κρίμα! Είμαι η Μπέμπη Άννα της Διεθνούς Εταιρίας του Κινηματογράφου. Ξέρεις τι θα κερδίσω μ' ένα φιλμ που θα παίξω στην υπόθεσι που μου προμηθέψατε με την επίσκεψί σας;

Ο Τζων έμεινε τώρα με ανοικτό το στόμα.

Οι αστυνομικοί πλησίασαν τον Τζων.

— Καλή νύχτα σας, κύριε λωποδύτα, του λέει η μικρούλα.

Όταν έπειτ' από καιρό βγήκε από τη φυλακή ο Τζων, ακούστηκε να λέγη στη γυναίκα του:

— Να στέλνης τακτικά τα παιδιά στον κινηματογράφο – ακούς;