Το εωθινόν εγερτήριον του πατρός Αμβροσίου

Ο Σεβασμιότατος περιώδευε την Θεόσωστον επαρχίαν, ευλογών το ποίμνιον και πληθαίνων τον «κορβανάν». Οι χωρικού ταπεινοί και ευλαβείς προσεκύνουν και κατησπάζοντο την ευλογούσαν και δεχομένην ενδοπαλαμίως χείρα. Ευχαί έπιπτον επί του ριχνωμένου αυχένος των πιστών, ως νιφάδες από χιόνι. Πόδια γεμάτα λάσπες των αγρών, έκλινον εις βαθειές γονυκλισίες. Χέρια ξηρά, σαν ξηρά κλαδιά «κουβούλων» από την βαρεία την εργασία, εσταυροκοπούντο. Γυναίκες παιδομάνες και γρηές στυγνές, ψιθύριζαν αιτούσαι την μεγάλην συγγνώμην του Θεού, διά του επί της γης αντιπροσώπου του. Η καμπάνες χτυπούσαν των εκκλησιών και εν πομπή ωδηγείτο εις τα σπίτια, όπου ο ευτυχής της ημέρας χριστανός θα τον φιλοξενούσε, ανοίγων έτσι της πόρτες του και εις την ευλογίαν του ουρανού και την ευφορίαν, την ευκαρπίαν της μητέρας γης.

Στο Παληοχώρι όμως όπου νύχτωσε, σπίτι για κατάλυμα, για τον Δεσπότη, δεν υπήρχεν. Άθλιο χωριό, τσιφλίκι, πετσί και κόκκαλο οι χωρικοί, αχτένιστοι, ελεεινοί, κακοντυμένοι και συφοριασμένοι, εζούσαν μέσα σε κάτι καλύβες φκιασμένες από «φτέρες», έχοντες για στρώμα και σκέπασμά των, την τετριμμένη την καπότα τους!...

  1. Πού θα κοιμηθή ου άγιους;

Δεν υπήρχε παρά μια κάμαρα μονάχα, όπου ζούσε ο ιερομόναχος Αμβρόσιος, εφημέριος του χωρίου και κολλίγος. Έρημος και αυτός και σκότεινος, μη έχων κανένα άλλον εις τον κόσμο, παρά μια υπηρέτρια μεσήλικη, που την είχε φέρει, από χρόνια μαζί του, σαν πρωτοήλθε στο χωριό, χωρίς κανείς να ξέρη «πούθε κρατάει η σκούφια του».

Το πλιθόκτιστο σπιτάκι του, που το έφκιασαν οι χωρικοί επί τούτω για τον εφημέριό τους, δεν είχε παρά μια κάμαρη μονάχα, όπου εζούσε, εκοιμάτο, έπεφτε, σηκωνότανε, προσηύχετο και ανεπαύετο ο ιερεύς, μ' ένα μεγάλο κρεββάτι, σαν ταράτσα, και μια κουζίνα, όπου παρασκευάζετο το λιτόν του φαγητόν, από την Μαλαματή, την οικονόμο και θεράπαινά του, την σύντροφο των γηρατειών του και στήριγμα της κουράσεώς του.

Αν και περασμένης ηλικίας ο πατήρ–Αμβρόσιος, με λευκά γένεια και μαλλιά, είχε όμως γερή την κράσι. Δείγμα τα κόκκινά του μάγουλα, που καίγαν σαν φωτιά και το πυρό του βλέμμα.

  1. Σεβασμιώτατε, του είπε, απόψε θα συμμερισθής την φτώχια μας. Θα σου παραχωρήσω το μισό μου κρεββάτι. Τα σινδόνια είνε καθαρά. Εγώ θα τραβηχθώ εκεί, στον τοίχο, στην ακρούλα!... Θα χωρέσουμε!
  2. Ε! ό,τι έδωσ' ο Θεός! Απήντησεν ο Αρχιερεύς, ατενίζων προς τον ουρανόν και σιγουρεύων το βαρύν δισσάκιον, κάτω από την κλίνην.

Οι χωρικοί εκουβάλησαν «τα χρειαζούμενα» εις την Μαλαματήν και το δείπνον παρετέθη και ηυφράνθησαν πιστοί και «πεπιστευμένοι».

Όταν απεσύρθησαν ευλαβείς οι χωρικοί και η «κραβάτα», πλατειά ως θάλασσα λευκή, από τα καθαρά σινδόνια, επερίμενε τον Σεβασμιώτατον και τον εφημέριόν του, ο Άγιος ηρώτησε:

  1. Καλά πάτερ–Αμβρόσιε, και η Μαλαματή σου πού κοιμάται;
  2. Στην κουζίνα «σοροβωλιάζεται» σεβασμιότατε.
  3. Γιατί μπορούσε ο κόσμος να παρεξηγήση!... Δεν έχουν κι' άλλη δουλειά οι χωρικοί!...
  4. Οι κορυφές εχιόνισαν, Δέσποτά μου, τα δυο εγίναν τρία!... απάντησεν ο γέρων αλληγορικώς...

Γλυκύς, μετά την κούρασιν της οδοιπορίας και την κόρωσιν του φαγητού, έπεσεν ο ύπνος ο λυσίπονος, τόσο απάνω στον Δεσπότη, όσο και στον φτωχόν του τον παπά!...

Η ώρες επερνούσαν, η πούλια έγειρε και ο αυγερινός εφάνη. Τον παπά τον πήρε ο ύπνος ο γλυκύς της χαραυγής! Οπότε ένα κοκόρι, που περίσσευσε από την χθεσινοβραδυνή θυσία, και έμεινε «ρεζέρβα» στη μικρή κουζίνα του παπά, ελάλησε ψιλά, μετάλλινα σαν καθαρή καμπάνα.

  1. Κικιρί–κί!

Ο ιερεύς πετάχτηκε. Ζαλισμένος ακόμα, θαμβωμένος από τον ύπνο. Αι εντυπώσεις μπλεγμένες μέσα εις το πνεύμα του, όπως τα μαλλιά στην κεφαλή του. Δεσπότης, πρωϊνός καφές, καθήκοντα, υποχρεώσεις, Μαλαματή, χωριανοί, περιοδείες, υποψίες, αποκαλύψεις, όλα μαλλιά–κουβάρια μέσα στο μισοκοιμισμένο ακόμα, το μυαλό του.

Το χέρι άθελα, κατά την συνήθεια, όπως κάθε πρωί, έπεσε εις ένα «κόλουρο κώνο» που υψούτο, μισόγυμνος από την ζέστη, εμπροστά του, απάνω στο κρεββάτι, δίπλα του.

  1. Πλάφ!... Σήκω, Μαλαματή! Είνε έξ η ώρα, να μου φκιάσης τον καφέ!

Εις τον πλαταγισμόν, μια τριχοφόρος, δασεία, με σύννεφα μαλλιών, με γενείων καταρράκτας, με μάτια γουρλωμένα, έκπληκτα, υψώθηκε εμπρός του αποσβολωμένη....

  1. Ώστε έτσι ε, Αμβρόσιε;

Ο Σεβασμιότατος ηννόησεν ότι το σύστημα αυτό, ήτο ο εωθινός εγερτήριος κώδων του Αμβροσίου προς την οικονόμον του!...