Το “Καναρίνι” ή το νούμερο 122

Οι γυναίκες, ξεμανίκωτες, μ' ανασυρμένα τα μεσοφόρια τα ντρίλινα, ξαναμένες, λαχανιασμένες απ' τη δουλειά κι απ' του ήλιου το κάμα, έσκυφταν κάθε μια μπροστά στη σκάφη της· στα ηλιοκαμένα μπράτσα τους πετούσαν οι φλέβες και τα νεύρα σα σκοινιά, και τ' ανασηκωμένα ποδόγυρα άφιναν να φαίνονται τα γυμνά πόδια τους ως το γόνατο, τεντωμένα κι αυτά και νευρώδικα, απ' την προσπάθεια, και το ρωμαλέο πάτημα στα τσόκαρα που φορούσαν, σαλαβουτώντας μέσα στ' απονέρια και τις χυμένες σαπουνάδες.

Μ' όλο τον κάματο και το ιδρωκόπημα, μέσ' στο Αυγουστιάτικο χλιαρό απομεσήμερο, στον αέρα τον πνιγερό και βαρύ, και την κουφόβραση απ' τ' ανεφόκαμα, είχαν όρεξη πότε-πότε να σιγολέν αναμεταξύ τους το χοντροκομμένο και τσουχτερό αστείο, και να κακανίζουν ξεκαρδισμένες, αφίνοντας το τρίψιμο των ρουχών, και πιάνοντας με τα δυο χέρια τους γκοφούς και τη μέση τους. Οι άντρες έλειπαν στις δουλειές τους, και στο μεροκάματο. Απ' άκρη σ' άκρη της στενόμακρης αυλής με τα καμαράκια ολοτρίγυρα κλειστά, απόλυτη γαλήνη εβασίλευε, και μονάχα το κακάρισμα κάποιας κόττας και το παράκαιρο τσιτσίρισμα κανενός τζίτζικα στο κλαράκι της γέρικης αγριελιάς που φύτρωνε στη μέση της αυλής, αντίκοβε την άκρη σιγαλιά.

  1. Να την πάλι η λεγάμενη! είπε η μια από τις τρεις πλύστρες. Μας ήρθε και μας μαγάρισε την αυλή με τις ξετσιποσιές της! Παληά των ημερών, σου λέει άλλος! Κουβέντα θέλει του λόγου της. Αμ δε! ας περιμένη!
  2. Θε μου! πώς μπορούν κ' έχουνε μούτρα οι αμαρτωλές γυιέ μου! αποκρίθηκε η δεύτερη.
  3. Τήρα την! Τήρα την! πώχει κουράγιο και μας κάνει και την καμπόση· η παστρικιά. Τήρα καμάρι, κύττα περπατησιά. Λιγιέται και σειέται κιόλας η παληόγρηα! Θε μου και συγχώρεσέ με!

Από το πιο καθάριο και φρεσκοχρωματισμένο καμαράκι της αυλής, με την βαμμένη πόρτα, τα κατακάθαρα γυαλοπαράθυρα με τα μικρά μπερντεδάκια, πρόβαλε στο κατάλευκο μαρμαρένιο σκαλοπάτι η Φωτεινή «η παληά των ημερών».

Ερείπιο, κι απόμαχος της ζωής· της ζωής της όπως την πέρασεν εν αμαρτίαις. Με το γερασμένο αυλακωμένο, μικρό χλωμό προσωπάκι, κοκκινισμένο και πουντραρισμένο· τραγική μάσκα με το συνθηματικό χαμόγελο πούχε κρυσταλλωθή στο χείλι της, προσκάλεσμα στη χαρά, στην ηδονή, και στον πόνο, που και τα τρία αγκαλιασμένα της ερχόντουσαν μαζί.

Εβγήκε, με τα μικρά συρτά ροδόχρωμα πασουμάκια. Λυγιστή, και κουνιστή σαν τις παληές ημέρες· σαν το περήφανο άτι που δεν ξεχνά και στα γηρατειά του, τα τσαλιμάκια, τα τσακίσματα και φρουμάζει μάταια στον αγέρα! Τα κόκκινα ξεβαμμένα μαλλιά της φάνταξαν κατακίτρινα στου ήλιου τις αχτίδες, νεκρωμένα, μαραμένα και άτονα. Τα μάτια θολά και μισοσβυμένα γύρισαν ψηλά στην παραστάδα της πορτούλας, όπου μέσα σε κλουβί πηδούσε, τινάζοντας πρόσχαρα τα φτερά του, από καλαμάκι σε καλαμάκι, ανοίγοντας το μικρό στόμα και παίζοντας την γλωσσούλα μόλις την είδε... το καναρίνι της!

  1. Έλα πουλάκι μου· έλα! τούλεγε με την πιο γλυκειά φωνή που ποτέ της δεν είχε 'πή σ' άνθρωπο από τους τόσους που γνώρισε. Κ' ύστερα, με κομμάτι ζάχαρη στο στόμα ζύγωσε στα σύρματα, κι' αυτό φτεροκοπώντας και πεταχτά λαλώντας τσιμπούσε κομματάκια ζάχαρη, και πότε-πότε και το μαραμένο χείλι της. Ποτέ δεν είχε νοιώσει αγνό φίλημα στη ζωή της, άλλο από τούτο.
  2. Ιδές την τήν ξετσίπωτη... ιδές την είπαν και οι τρεις τίμιες τρίβοντας με νεύρα και θυμό περσότερο στην πλύστρα της σκάφης, και στραβοκυττάζοντας πλάγια...

Τσίου-τσίου – ξεφώνιζε το καναρίνι, τσιμπώντας μια στη ζάχαρη και μια στο μαραμένο χείλι.

Ξάφνω· την ίδια στιγμή, ξυπόλητος, κουρελής με τις σάρκες που και που γυμνές, μ' ένα βρωμομάντηλο δεμένο τριγύρω στο σαγόνι σκεπάζοντας πληγές παράξενες, κυνηγημένος από τα παληόπαιδα, από τα σκυλιά, κι απ' το χωροφύλακα, σκοντάφτοντας, τρικλίζοντας, φάνηκε ανάμεσα στις δυο παραστάδες της αυλόθυρας ο τρελλογιάννης ο μουγκός, ο παλαβός, ο βρομερός, απόρριμα και σκουπίδι των ανθρώπων, μπαίγνιο των παιδιών της γειτονιάς, και μεγάλο ερωτηματικό, της Θείας προνοίας! Ζαλίστηκε πιάστηκε απ' το περάντι της πόρτας και σωριάστηκε χάμου.

Η μια από τις τρεις γυναίκες πέρνοντας νερό, έτρεξε να τον ραντίση· η άλλη της φώναζε αλαφιασμένη και σηκωνοντας ψηλά τα χέρια.

  1. Μη... μη για το Θεό· κυρά Καλή. Μην τονε ζυγώνεις· ας το χωροφύλακα νάρθη... μην πας σιμά του κ' έχει αρρώστεια· λένε πως είναι λοβιασμένος. Θεός φυλάξοι! ξορκισμένη νάναι! Και σταυροκοπήθηκε. Η άλλη έμεινε καταμεσίς, με το κουβαδάκι στα χέρια. Κ' η τρίτη σιγομίλησε!
  2. Παναγιά μου! Το τους αφίνουν και γυρνάνε ελεύτεροι τέτοιοι άνθρωποι! Και οι τρεις του κύτταζαν κατά την πόρτα περιμένοντας να ιδούνε τι θα γίνη;...

Και σιγά-σιγά, με τα πασουμάκια τα ροζ, συρνάμενα στο υγρό χώμα της αυλής, σειόντας και λιγιόντας κατέβηκε το σκαλοπάτι· γονάτισε μπροστά στον άνθρωπο, και κρατώντα με τόνα χέρι το κεφάλι του, άρχισε να τον ραντίζη με κολόνια και μυρωδιές· και βρέχοντας μικρό χρωματιστό νταντελένιο μαντηλάκι εσφόγγισε το μέτωπο και τα πληγιασμένα μάγουλά του· κ' έπλυνε το πρόσωπο και τα τσιμπλιασμένα μάτια, κ' έβαλε και το χέρι της προσκέφαλο στο ζαλισμένο και χτυπημένο κεφάλι· κ' ύστερα χάϊδεψε τα άτακτα και βρομερά και λιγδιασμένα μαλλιά, και πότε-πότε ρωτούσε μιλώντας χαμηλά και σιμά στ' αυτί του.

  1. Είσαι καλλίτερα τώρα Γιάννη;

Και το ζώον ο Γιάννης. Το αίνιγμα της Θείας προνοίας, εγύρισε και την κύτταξε παράξενα· και οι τρεις τίμιες γυναίκες έμειναν άφωνες με τα χέρια στους γκοφούς. Κι' ο χωροφύλακας με ευγένεια και τρόπο την ερώτησε.

  1. Πώς σε λένε, Κυρία;
  2. Φωτεινή... νούμερο παληό, 122!

Και το καναρίνι τινάζοντας τα φτερά, άρχισε ένα κελάϊδισμα τέτοιο, που ποτές δεν ακούστηκε εδώ κάτω στη γη· κελαϊδούσε, κελαϊδούσε όπως θα ψάλλουν τα πουλιά του Παραδείσου!