Το στοίχημα
Κάτω από την «φρετζάτα» του παληού του καφενέ, στη βρύση δίπλα την πολύκρουνη που κυλούσε το νερό της σα να γαργαλιώτανε, καθώταν ξαπλωμένος ο Κωνσταντής της Μήτραινας, που ήταν επιλοχίας μια φορά και τώρα ζούσε κάνοντας άλλοτε τον μεσίτη των κρασιών και άλλοτε τον δικαστικό κλητήρα, και ο Σεφτές ο Γερμανλής, απόστρατος ανθυπασπιστής, τύπος «έξυπνου των χωριών», χονδρού χωρατατζή κι' αμακαδόρου πρώτης.
Η συζήτησις ήταν για τη σκοποβολή.
Ο παληός επιλοχίας έκανε τον γνώστην των όπλων και τον θαυμαστή των μεγάλων ανδρών της ιστορίας και των τελευταίων του πολέμου εφευρέσεων.
Ο ανθυπασπιστής τα θεωρούσε όλα αστεία, κωμικά και μάταια και εύρισκεν ότι όλα γίνονται για να γελούμε!
- Βρε δεν βαρυέσαι! Εφευρέσεις, διπλωματίες και τα ρέστα! Όλα είνε κωμωδίες!
- Δεν σου λέω, απαντούσε ο Κωνσταντής της Μήτραινας, μα η παλληκαριά είνε κάτι που υπάρχει.
Και ήταν έτοιμος να διηγηθή μίαν ένδοξη ιστορία της ζωής του, περί συλλήψεως τριών ληστών που... κατώθρωσαν να του διαφύγουν!
Ο «Σεφτές» ο Γερμανλής είχε και αυτός μια μονομαχία στη ζωή του, που δεν έγινε ποτέ, έτοιμος να τη διηγηθή αν επρόβαλλε τους ληστάς ο Κωνσταντής.
- Η μονομαχία, αντέκρουσεν εκείνος, δεν είνε παλληκαριά! Η μονομαχία είνε τέχνη! Ξέρεις σκοποβολή, τραβάς αλάνθαστο σημάδι, νίκησες! Εγώ, να μ' έβλεπες στις δόξες μου, περνούσα τη σφαίρα από το δαχτυλίδι. Μα τώλεγε κι' η «περδικούλα» μου.
Κι' έδειξε την καρδιά του.
- Σπούδασα σκοποβολή από τον λοχαγό, τον Πάνο τον Καρακεφτέ, τον ξέρεις;
- Άϊντε βρε χαϊβάνι. Σπουδάζεται η σκοποβολή; Αυτό είναι «χάρισμα Θεού» για τον καθένα!
Και ήρθανε σε λόγους!
- Βρε ξέρεις τι ήταν ο Καρακεφτές; Με μία μόνον πιστολιά μπορούσε να σου σβύση το τσιγάρο από το στόμα!
- Να το ανάψη, θες να πης!
- Συ να καπνίζης και να περάση η σφαίρα, φαπ, να κόψη τη φωτιά! Κι' αμέσως με τη πρώτη!...
Ο Σεφτές ο Γερμανλής, άρχισε να σκέπτεται ολίγον:
- Μα αυτό, λέει, μπορώ να το κάμω και εγώ.
- Και συ;
- Και με στοίχημα αν θέλης!
Εκλήθη μάρτυρας ο καφετζής, ο αντικρυνός ο δικολάβος, ένας μπακάλης που ήταν στη γωνιά και ο Γραμματεύς της Δημαρχίας.
Τόπος το καφενείον. Ο Γερμανλής θα στεκώταν εμπρός στον μπάγκο, κι' ο Κωνσταντής με το τσιγάρο στο στόμα, αναμμένο, από μέσα από τη πόρτα, στην έξοδο κοντά. Όλοι ήσαν βέβαιοι ότι το στοίχημα το έχασεν ο Γερμανλής.
- Θα τολμούσε να τραβήξη!
Βέβαιος για την ατολμία ο παλαιός επιλοχίας στάθηκε καμαρωτός στην πόρτα.
- Έτοιμος;
- Έτοιμος, εμπρός!
Όλοι κύτταζαν που δεν είχεν ο Γερμανλής πιστόλι.
- Σκοπεύσατε, εν... δύο... τρία! Ανεφώνησεν ο Γραμματεύς του Δημαρχείου...
Ολόκληρο το μαστέλο του νερού εχύθηκε εις του παληού επιλοχία το κεφάλι.
Το τσιγάρο όχι μόνον έσβυσε, αλλά παρ' ολίγον ο κατακλυσμός να συνεπάρη και τον Κωνσταντήν!
Όλοι συνεφώνησαν ότι ο Κωνσταντής της Μήτραινας το έχασε το στοίχημα.
Είπε ότι θα σβύση το τσιγάρο, αλλά δεν είπε και με τι...