Κακιωμένοι

Καθισμένοι πλάϊ-πλάϊ στο μπαγκάκι του Εθνικού Κήπου απολάμβαναν τη λιακάδα.

Εκείνος είκοσι χρονών παιδί, εκείνη δεκαφτά χρονών κοπέλλα.

Αμίλητοι, κακιωμένοι για ένα τίποτε, μιαν άργητα εκείνης στο ραντεβού που η αξιοπρέπειά της δεν της επέτρεπε να του δώση την απαιτούμενη εξήγηση.

Ένα φύσημα συνεχές εκείνος, χτύπημα με το τακουνάκι της στην άμμο εκείνη, και μιλιά!

Ο ήλιος έρριχνε όλο το χρυσό του επάνω στα όμορφα κεφάλια τους, μια μυγδαλιά τους πετροβολούσε κάπου-κάπου με κανένα λουλούδι της, ένα πουλάκι κρυμμένο σε μια λεύκα τους τραγούδησε ένα χαριτωμένο σόλο και τα χρυσόψαρα της λιμνούλας έκαναν κούρσες μέσα στα νερά, μπροστά τους.

Τσιμουδιά!

Ο μικρός Έρωτας κρυμμένος μέσα στο υποβολείο έκλεισε το βιβλίο και δεν τους έλεγε λέξη. Ήταν γινατωμένος.

Ξαφνικά δυο ξανθά αγγελούδια περάσανε με την νταντά τους – μια ροδοκόκκινη κοπέλα – και συναντήθηκαν με την μητέρα τους εκεί μπροστά.
— Η μαμά! εφώναξαν και τα δύο σε δυωδία φωνών από κρυσταλλο.
Η μαμά είπε σοβαρά στην νταντά:
— Μα πού τα είχες τα παιδιά Κούλα; σε ζητάω τόσην ώρα.
— Είμαστε με τον κύριο Σολωμό, μαμά.
— Α! είσθε εκεί στην προτομή του ποιητή...
— Και να δης μαμά, κάτι ωραίες μεγάλες φούντες που είχε στα τσαρούχια του...

Η Κούλα κατακοκκίνησε, η κυρία μάζωξε τα φρύδια και το ζευγάρι των κακιωμένων ξέσπασε στα γέλοια.

Ο θυμός πέρασε και σε λίγο άρχισαν τα... παράπονα.

Η αθωώτης των μικρών αφώπλισε το πείσμα των μεγάλων.