Τι πλούσιος... τι πένης...
Ποτέ μου δεν είχα ιδή κηδεία πιο φτωχική!
Ως την πόρτα του νεκροταφείου, το έφερε ένα φορείο, του Νοσοκομείου νομίζω: Ένα μαύρο σκέτο πανί εσκέπαζε ολόγυρα την κάσσα, και καθώς δεν έφτανε απ' το ένα πλάγι της, φαινόταν το κίτρινο σανίδι κ' ένα δυο μισοκαρφωμένα καρφιά.
Από κει τον παράλαβαν αγκομαχώντες και γκρινιάζοντες τέσσερες άνθρωποι, νεκροθάφτες και κηπουροί του Κοιμητηρίου κ' ένας απ' τους πέντ' εξ παπάδες που περίμεναν στην πόρτα ύστερα από αρκετή ώρα, και αφού λογόφερε με τους άλλους ότι δεν ήταν η σειρά του σήμερα για τους φτωχούς, το πήρε απόφασι, έβγαλε το βρωμερό πετραχήλι, το φόρεσε μουρμουρίζοντας και τράβηξε από πίσω σιγολέγοντας τας επικηδείους ευχάς. Μακαρία η οδός... ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως».
- Μωρέ ούτε ένα δεν έχει να τον κλάψη ο κακομοίρης!
- Τι πλούσιος... τι πένης; αποκρίθηκε ο παπάς παύοντας για μια στιγμή τον επικήδειο ψαλμό· κι αφού σφογγίστηκε με μαντήλι κόκκινο και κλαδωτό απ' τον ιδρώτα που έσταζε από μύτη και γένεια, είπε στους άλλους:
- Είνε μακρυά βρε παιδιά ακόμα; Απάνω στων «απόρων» θα τον πάμε;
- Όχι· όχι· φώναξε τρέχοντας από πίσω και κρατώντας μικρό χαρτάκι ο υπαλληλάκος της Εφορείας του Νεκροταφείου.
- Κάντες δεξιά... από 'δω... στον κεντρικό δρόμο· τρίτο κυπαρίσσι δεξιά κατεβαίνοντας: πάτε, κ' έρχομαι· και μένοντας πίσω κύτταζε και ξανακύτταζε το χαρτάκι με σημειωμένο απάνω τ' όνομα: «Παύλος Τσαμούρης» και σχεδιασμένους απάνω δρόμους, τάφους, μνημεία, και με κόκκινο μελάνι ξεχωριστά καθαρά, για να μη γίνη κανένα λάθος και ανακάτεμα, τον τον τάφο του μακαρίτη. «– Παράξενο πράμα έλεγε· μωρέ νάναι τούτο; Πάλι ο έφορος μου τώπε καθαρά και να προ έξω μη λαθευτούμε, γιατ' είνε αμαρτία».
- Σταθήτε φώναξε στη μικρή συνοδία.
Στάθηκαν· εκεί σιμά ήταν ανοιγμένος τάφος ταπεινός με το χώμα φρεσκομυρίζοντας, και προσκαλώντας τους ζωντανούς:
Οι τέσσερες τον ακούμπισαν στο πλάγι κι' ο παπάς άρχισε βιαστικά θυμιάζοντας τα τελευταία αποχαιρετηστήρια λόγια της εκκλησίας. Έπειτα τον έδεσαν με τα σκοινιά, κ' ετοιμάστηκαν οι τρεις καλά σιγουρεμένο και δεμένο να τον κατεβάσουν!
- Όχι αυτού μωρέ παιδιά φώναξε πάλι ο υπαλληλάκος. Αντίκρυ στο άλλο, κ' έφτασε σιμά τους τρέχοντας.
Οι τρεις σταυροκοπήθηκαν: ο παπάς του είπε.
- Όρεξι έχεις τέτοιες ώρες για χωρατά ευλογημένε. Σε μαρμαρένιο θα τον βάλουμε; Τι πλούσιος, τι πένης! Δε σου λέω· αλλά πάλι εκαμμυριούχο θα τον κάνουμε;
- Ήτανε· ακούστηκε μια φωνή από πίσω· κι' ο ίδιος ο έφορος παρουσιάστηκε θέλοντας κι' ο ίδιος να βεβαιωθή μη και γίνη κανένα λάθος:
- Έλα σκύψτε λιγάκι, και σηκώστε την πλάκα. φώναξε στους τρεις, και με το χέρι έδειξε αντίκρυ ένα καγκελωμένο τάφο στρωμένο με χαλικάκια, και στη μέση μαρμαρένιο σταυρό με χρυσά γράμματα ξεθωριασμένα λίγο απ' τον καιρό «Παύλος Τσαμούρης 1860».
- Κύριε έφορε κάτι τρέχει εδώ μέρα· ετόλμησα να τον ρωτήσω· μπορούμε να μάθουμε το μυστήριο;
- Τι μυστήριο; Τίποτα! Μια ιδιοτροπία ενός ανθρώπου. Όλοι μας έχουμε, μα η δική του περνάει βέβαια κάθε όριο. Να πεθαίνης από την πείνα σε τούτο τον κόσμο, και να θέλης να πας πλούσιος στον άλλον. Να και το τελευταίο του γραμματάκι μέσ' απ' το Νοσοκομείο δυο μέρες πριν πεθάνη. «Πρόσεξε μη γίνη λάθος!
Ο άνθρωπος αυτός ήταν εμποράκος, γυρολόγος. Έξαφνα, ύστερ' απ' τον πόλεμο, όπως τόσοι άλλοι, πλούτισε μονομιάς χωρίς να το καταλάβη. Έπειτα μπλέχτηκε σε επιχειρήσεις, σε χρηματιστήριο και πάει καλιά του. Ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα. Όταν τον είχε τον παρά του κάθησε μια μανία να ετοιμάση την τελευταία του κατοικία. Αγόρασε γήπεδο εδώ μέσα αντί ν' αγοράση οικόπεδο· κ' έχτισε τάφο με θόλο, με κάγκελλα, με σταυρούς μαρμαρένιους αντί να κτίση σπίτι αλλού. Κόστισε τάφος, μνημείο, κτίσιμο, καμμιά τριανταριά χιλιάδες. Σα φτώχεψε, Θεό τον έκανα να το πουλήση. Θάπιανε και περισσότερα ακόμα και δε θα πέθαινε στην ψάθα. Μπορεί να ξανάφτιανε πάλι περιουσία. Αδύνατο στάθηκε! Δεν ήθελε να τ' ακούση. Μάλιστα τον τελευταίο καιρό ερχότανε κάθε εβδομάδα, στεκότανε και καμάρωνε τακτικά, κ' έπειτα σούρνοντας έφευγε κατευχαριστημένος. Είχε καταντήσει ζητιάνος, διακονιάρης, έπινε και μια μέρα τον περιμάζεψαν στο δρόμο και με χίλια τον βάλαμε στο Δημοτικό. Κι' όμως πουλώντας τον τάφο θ' άνοιξε μαγαζί ολάκαιρο. «Πούλησέ τον χριστιανέ, τούλεγα!» «Δεν τον πουλώ. Νάχης το νου σου να μη γίνη κάνα λάθος».
- Να λοιπόν: ήρθα κ' εγώ μόνος μου, για να μπη σίγουρα εκεί πούθελε ο άνθρωπος. Παίζεις με τις τελευταίες θελήσεις των μελλοθάνατων. Να τώρα θα είνε ευχαριστημένος... ο κακομοίρης!
- Εμπρός παιδιά.
Τούτη τη φορά με περισσότερη προσοχή, κρατώντας γερά τον κατέβασαν απ' τα σκαλάκια κάτω στο θόλο. Ο ένας φώναξε: «Θάπιανε και σαράντα χιλιάδες σήμερα!» Ο άλλος: «Μωρέ τι είνε το μυαλό του ανθρώπου;» Κι' ο τρίτος: «Ε ρε μεγαλείο... κακομοίρη!» Ενώ ο παπάς τελειώνει και ρίχνει χούφτα χώμα μέσα στο άνοιγμα εμουρμούριζε «Τι πλούσιος... τι πένης!