Να το είχαμε;
Τι εστίν Ανθεστήρια; Γνωρίζομεν άπαντες την εγκυκλοπαιδικήν μόρφωσιν του Έλληνος της νέας εποχής. Ευτυχώς ότι δύο λεξικά γιγαντιαία ήρχισαν να εκδίδωνται ταυτοχρόνως, διότι έχει και τούτο το καλόν ο Νεοέλλην να μην αφήνη να ξεμυτίση τίποτε χωρίς να το μιμηθή αμέσως. Λεξικόν λοιπόν εσύ; Λεξικόν κ' εγώ! Ανοίγομεν λοιπόν την Εγκυκλοπαίδειαν και παρατηρούμεν ότι, ως που να φθάση εις το αν... οι φίλοι των Αθηνών και ημείς θα έχωμεν μεταβή εις τόπον χλοερόν και ανθηρόν και θα παίζωμεν εκεί ανθοπόλεμον. Ερωτώμεν λοιπόν φίλον σοφόν και μελετηρόν, ευτυχώς όχι Ακαδημαϊκόν, και πληροφορούμεθα:
- Ανθεστήρια, κύριε, ήτο εορτή των αρχαίων Αθηναίων, μία από τις εκατόν πενήντα εξ ου εώρταζον κατά το διάστημα του έτους. Ωνομάζοντο δε ανθεστήρια διότι έκοβαν άνθη κ' έπαιζαν ανθοπόλεμον. Εξέδρας δεν είχαν· και επομένως ούτε εισητήρια εκατό δραχμών επλήρωναν ούτε συρματοπλέγματα ετοποθέτουν. Αλλά προ παντός έπιναν: Το τι έπιναν αυτοί οι άνθρωποι δεν λέγεται. Όσον αφορά τα άνθη, τοιαύτα δεν υπήρχαν τότε διότι ο χάρτης δεν είχεν εφευρεθή ο δε πάπυρος ήτο ακριβώτατος. Ας είνε! Υπήρχαν σέλινα, και θυμάρι, και θρουμπί, και μαρουλια ή θρίδακες.....
- Δεν πρόκειται να κάμωμεν σαλάταν, κύριε. Αρκετά εφωτίσθημεν!
Η ανάπτυξις του θέματος υπό του σοφού με έκαμε να σκεφθώ: Μήπως παν ότι μας έρχεται από την μακρυνήν εκείνην εποχήν είνε αστειότης ή παραμύθια· ή η φαντασία μας και η υπερβολική λατρεία μας προς εκείνους μας κάμει να δημιουργούμεν ανύπαρκτα πράγματα ή να μεγαλοποιούμεν εκλαμβάνοντες τον ψύλλον μεγαθήριον και εξιδανικεύοντες τα πάντα.
Φαντάζομαι μίαν ιεράν οδόν, και μίαν περιφερικήν την Ακροπόλεως γεμάτην με σύννεφα σκόνης· ανθρώπους ημίγυμνους ιδρωμένους, σκονισμένους, μαυρισμένους, ξυπόλητους. Κοπέλλες ομοίως με μαύρα πόδια, ηλιοκαμένες, όχι όμορφες – για ποιό λόγο να ήναι όλες όμορφες; – να κρατούν ένα κλωνάρι εληάς, κούμαρα, και μυρτιές. Μερικά άρματα που θα χαλούσαν τον κόσμο από το τρέξιμο, και μερικούς νέους και γέρους στουπί στο μεθύσι ξαπλωμένους απάνω και να λένε όλα τα λογάκια που βρίσκομεν στον Αριστοφάνη και να τους απαντούν οι άλλοι και η άλλες με χειρότερα. Ήταν αδύνατο μέσα στο φοβερό μεθύσι, στην παρεξήγηση, στο άναμμα του κεφιού να μη συνέβαιναν καυγάδες, όργια, μαλλιατραβήγματα γυναικών, φωνές ασχημοσύνης: Ιαταταί – Βαβαί! Φαπ – φουπ, χαστουκιές, γιακάδες, μαγκουριές, γέροι, νέοι, παιδιά, γριές, κοπελούδια άνω κάτω, ιδρωτίλα, βρώμα, σκόνη, σκορδίλα. Α! Τα ανθεστήρα! Αν κανήφοροι, αι Καρυάτιδες, τα κάνιστρα, τα άνθη, αχ τα άνθη!
Πού άνθη; Τα ίδια ήταν και τότε, βρε παιδιά. Περιβόλι μηδέν εις τον ξερότοπον αυτόν. Ο Κιφησσός και ο Ιλισσός αρλούμπες στα χαρτιά: αυλάκια καταραμένα όσο και τότε· θα έτρεχε νεράκι μαυρισμένο· κουνούπι και σκνίπα, και Άγιος ο Θεός. Η Κλεονίκες, η Ξανθίππες απαράλλακτες κυρ Παναγιώτενες και Γιάννενες· μικρός Αριστοκλής ο ίδιος ο Μιστόκλης κακομαθημένος μπαίνων στα πόδια του κόσμου και τρικλοποδίζων. Πέντε, εξ τριαντάφυλλα όλα όλα· δέκα κοφινάκια αγρολούλουδα, και κρασίλα· κρασίλα πέρα, και πέρα! Πόσο τα εξιδανικεύει η απόστασις τα πράγματα, και αρκετή καλή θέλησις από μέρος μας. Τα ίδια... τα ίδια και χειρότερα. Μόνο η εξέδρες έλειπαν και το.... μπόλικο χαρτί. Εμείς δεν έχομε το κρασί. Μακάρι να το είχαμε!