--Κανενός δεν είμαι: Είμαι εγώ!

Η βροχή, ψιλή επίμονη φθινοπωριάτικη βροχούλα έπεφτε σιγά-σιγά κ' έπλενε τα πεζοδρόμια που ασπροκοπούσαν και την άσφαλτο που καθρέφτιζε σπίτια, ανθρώπους, άμαξες, δένδρα, αυτοκίνητα, όλη τη ζωή της πόλεως, την κίνηση, και τα βαρειά κατεβασμένα σύννεφα, και τάκαμε όλα πέρα και πέρα μία αόριστη και θαμπή σκιά.

Μόλις πρόλαβαν και τη κατέβασαν απ' το φορείο που στάθηκε βαρύ και στριγγλίζοντας με το φρένο του, όξω από την μεγάλη καγκελωτή πόρτα. Δυο νοσοκόμες αδιάφορες παράστεκαν, και δυο νοσοκόμοι την έπιασαν απ' τις μασχάλες κι' απ' τα γόνατα. Ο εφημερεύων γιατρός φώναξε:

  1. Εμπρός· στο δώδεκα: Που άδειασε σήμερα το πρωΐ!

Την εξάπλωσαν· την ανασήκωσαν· την περιτριγύρισαν. Ο καθηγητής ειδοποιήθηκε· και οι φοιτηταί – τέσσαρες τ' απόγιωμα – έτρεξαν στη φωνή του θυρωρού,

  1. Κοπιάστε Κύριοι· καλά γεννητούρια!

Μέσα στο μυαλό της, απλοϊκό χωριάτικο μυαλό, όλα τριγύριζαν ακατάστατα, ασύνδετα, ασυνάρτητα. Δεν κύτταζε καθόλου αντίκρυ της· έκλεισε τα μάτια, κι' άφισε να την κάνουν όπως θέλουν. Την γύριζαν· την πλάγιαζαν· την τοποθετούσαν όπως ήταν πιο βολετά, για να βλέπουν, να μαθαίνουν, να ευκολύνονται. Ένα ήξερε μονάζα εκείνη τη στιγμή· πονούσε! Ούτε ντροπή· ούτε πού βρίσκεται, ούτε αν γίνεται θέατρο. Πονούσε· σαν κάτι να της σχίζει τα σωθικά της. σαν κάτι να τη σουβλίζη πέρα πέρα Σαν κάτι να τραβά μέσα της, να ξεχωρίζη και να ξεπετά, νεφρά, στομάχι, σηκότι. Μαχαιριές· τράβηγμα, σπάραγμα, και ξέσχισμα! Που και που ξεφώνιζε, βογγούσε, και μούγκριζε σαν μοσχάρι ετοιμοθάνατο. Πότε πότε παρακαλούσε με φωνή ήσυχη, σιγαλή και ντροπαλή. Κανένα πρόσωπο συμπονετικό από πάνω της· κανένα χαμόγελο· καμμιά παρηγοριά.

  1. Έλα έλα σώπαινε! Θα τελειώση!

Κι' ο γιατρός κ' η μαμή, σάλευαν, πασπάτευαν, τη ζούλιζαν. Κ' οι φοιτηταί κι' η μαθητευόμενες, κύτταζαν, γελούσαν, πειράζονταν αναμεταξύ τους κι' απ' τ' άλλα κρεββάτια άκουγε που και που κανένα βογγητό, καμμιά φωνή, κανένα μικρό ξεφώνημα.

Έλα έλα σώπαινε τελειώσαμε! Να τελείωσε!

Και μέσα σε μια τελευταία προσπάθεια, σ' ένα τέντωμα γενικό, σ' ένα υπεράνθρωπο σφίξιμο όλου του είναι της, ένιωσε σαν κάτι να γλυστρά, κάτι να φεύγει, κάτι να την ξεβαραίνει... και ύστερα από τόσον αγώνα, και τόση δύναμη, αισθάνθηκε πως της έφευγε η ζωή, πως τα χέρια, τα πόδια, το κεφάλι, όλα πια δεν ήταν δικά της, και την απόλιπεν και δύναμη και θέληση, και ζωή. Κ' έμεινε ακίνητη κι' αναίσθητη, ολότελα!

Όταν άνοιξε τα μάτια είδε από πάνω της σκυμμένη μονάχα μια νοσοκόμα. Την κύτταζε που κρατούσε στα χέρια ένα δεματάκι τυλιγμένο. Ένα κεφαλάκι πρόβαλε, με ανάρια σκούρα λίγα μαλλάκια, ένα μουτράκι κατακόκκινο ακόμα και δυο μικρά χέρια που κουνιόντουσαν στον αέρα επίμονα σαν νάθελαν κάτι ν' αρπάξουν αμέσως.

Ένα μικρό, σα νιαούρισμα παραπονιάρικο που ξέσπαζε σ' ένα τσίρισμα δυνατό.

Στην αρχή δεν κατάλαβε· έπειτα σιγά-σιγά ένιωσε: Αυτό ήταν λοιπόν που την βασάνιζε, την μαρτύρησε, την έκανε κι' έχασε το ψωμί της άχρηστη πια κι' αποδιωγμένη, από το μεγάλο σπίτι της ηδονής; Αυτό το πραγματάκι; Μακρυά: πάρτε το από δω· κάντε το ότι θέλετε· δόστε το· και με το χέρι της έκανε νόημα σα να τόδιωχνε. Ύστερα με μιας όλα της ήρθαν στο κεφάλι, και τηνέ τρυβέλιζαν, χωρίς να μπορεί να βρη σειρά και νόημα στο κάθε τι. Το χωριό· η Αθήνα· το παραστράτημα· η απόφασι· το ρίξιμο στην εύκολη ζωή, στο λούσο· στο γλέντι. Το κλείσιμο στο σπίτι· κ' ύστερα η μάκενα η καθημερινή, η δουλειά, το πούλημα, το νοίκιασμα του κορμιού. Θεέ μου πόσοι περνούσαν εκεί μέσα! Και τούτο ποιανού είνε; Του ξανθού, του μελαχροινού, του ασχημομούρη; Μπας κ' είνε του ερωμένου; Ποιός να της το πη... Και το μικρό σα ναπαντούσε στη σκέψη. της άρχισε το πιο δυνατό κλάμα σα νάθελε να ειπή

  1. Κανενός δεν είμαι: Είμαι εγώ!

Το χέρι της έπεσε στο πλάγι στο κορμί της, άτονο κι' αδύναμο. – Φέρτο! λέει μονομιάς στη νοσοκόμα. Κατέβασε την κόκκινη κουβέρτα και το σεντόνι, άνοιξε και ξεκούμπωσε το μπούστο της, κι' άφισε να πεταχτή όξω, γεμάτος, φουσκωτός, τεντωμένος, ο θησαυρός της ζωής, που ζητούσε να βγη, να θρέψη, να ποτίση, ν' αναστήση. Τα δυο χεράκια άρπαξαν με δικαίωμα τον μαστό, και δυο χειλάκια επίμονα κόλλησαν απάνω στη ρόγα, αχόρταγα, λαίμαργα, ρουφώντας, πιπιλίζοντας· και δεν ακουγώταν πια παρά το ρυθμικό πλατάγισμα, και το κατάπιωμα στο λαιμό, που αντηχούσε. Όξω λίγο λίγο τα σύννεφα είχαν σκορπίσει σε μιαν αύρα εσπερινή και στο ξάνοιγμα τ' ουρανού και με τα σύννεφα τα σκόρπια παίζαν η τελευταίες αχτίδες του ήλιου που βασίλευε και χρύσιζε τα σπαθωτά φύλλα της μοναχικής κουρμαδιάς της αυλής.

Κύτταξε όξω απ' το παράθυρο· σωρός τα σπουργίτια μαζεύονταν τιτιβίζοντας στα ριζόφυλλα να κουρνιάσουν. Συλλογίστηκε: Ποιόν έχουν πατέρα; Ως και τις μυίγες που πετούσαν στην κάμαρα βουίζοντας τις ρώτησε Ποιόν έχουν πατέρα; Όσο συλλογιζόταν τόσο εύρισκε παντού τη μάννα, παντού τη ζωή, να βγαίνη απ' αυτήν και να τρέχη, να μπαίνη, να ζωντανεύει, και να θεριεύη άλλη ζωή. Μ' ένα σπασμό λατρείας σαν τρέλλα ξαφνική έσφιξε το μικρό κορμάκι όσο μπορούσε κοντά της και τούπε:

  1. Πάρε· ρούξηξέ με ολάκαιρη· μεγάλωσε, δυνάμωσε!

Κι' ο μικρός που δεν είχε ανάγκη να του το ειπή κανείς, πασπάτευε, ζύμωνε, άρπαζε, ροφούσε και πιπίλιζε αχόρταγα, επίμονα σα νάθελε να πη:

  1. Δικαίωμά μου να βγω να τραφώ, και ν' αρπάζω τη ζωή όπου την βρω, να την αρπάξω από τον άλλον. Εγώ δεν ξέρω τι θα πη πατέρας: Μάννα μονάχα ξέρω!