Παλαιά ανάμνησις
Αν δεν απατώμαι, σήμερα έχουμε την τελευταίαν Κυριακήν των Απόκρεω, και αν δεν απατόμαι ομοίως, έχουν περάσει τριάντα χρόνια από την εποχήν κατά την οποίαν ένα βράδυ έπαθα από αφασίαν.
Ποιός ήταν ο εφευρέτης της μάσκας δεν γνωρίζω, ούτε εζήτησα να μάθω ποτέ· τούτο μόνον ξέρω, ότι εφεύρε μίαν μέθοδον δια της οποίας ασφαλώς γίνεται κανείς βλαξ!
Κατά την εποχήν εκείνην η αστυνομία δεν απηγόρευε τις μάσκες· τα σπίτια τη νύχτα εδέχοντο, και συνεπώς οι όμιλοι εσχηματίζοντο, με ωρισμένην πρόθεσιν να εισβάλουν και να εκστομίσουν όλα τα αστεία τις ευφυολογίες τις οποίες προ μιας εβδομάδος κατέγραφον σε κατάστιχο.
Εγώ δεν είχα γράψει καμμίαν εκ των προτέρων, και δια τούτο την έπαθα μέχρι βαθμού ώστε να μη φορέσω ποτέ πλέον μάσκαν εις την ζωήν μου άλλην, από εκείνην που μου εχάρισεν ο Θεός, και με την οποίαν τουλάχιστον φαίνομαι μόνον όσον ηθέλησεν αυτός, βλαξ.
- Μίλησε μωρέ παιδί μου. Μίλησε άνθρωπε του Θεού. Πείραξέ μας. Πεσ' μας ό,τι θέλεις επί τέλους διάβολε, και σου υποσχόμεθα να μη θυμώσουμε.
Αλλ' ο διάβολος είχε δέσει την γλώσσα μου. Τα γνωστά σαλόνια του Τ..... τα οποία είχα ιδή χωρίς μάσκα άλλοτε, να βρίσκωνται ίσα στη γραμμή, τα έβλεπα ανάποδα τώρα και να γυρίζουν· και επειδή αντί να πειράξω, με επείραζαν όλοι οι αμασκάρευτοι και από το πείραγμα το πράγμα έφθασεν ολίγον κατ' ολίγον σε πρόγκα, και επειδή μου έκλεισαν και την πόρτα ώστε να μην μπορώ να βρεθώ στο δρόμο, το οποίον επιθυμούσα διακαώς, αν και έβρεχε, και επειδή εις αυτάς τα περιστάσεις ο άνθρωπος μπορεί να πηδήση και από το παράθυρο, ώρμησα προς ένα παράθυρο και παραμέρισα τις κουρτίνες πίσω από τις οποίες δεν ήταν ένας... αλλά ήταν δύο, οι οποίοι όμως εφαίνοντο σαν ένας, διότι και πράγματι μία μόνον καρέκλα υπήρχεν εκεί, εις την οποίαν κατά την αφελή μου σκέψιν ένας έπρεπε να κάθεται:
- Πές' μας τίποτα λοιπόν..... Μίλησε κακομοίρη που μας κοιτάζεις σα βλάκας!
Αλλά ενώ εις άλλες περιστάσεις, θα μπορούσα να μην ειπώ μεν τίποτα, να καθήσω όμως και εγώ τρίτος εις μίαν καρέκλαν, εις την περίστασιν αυτήν κατέβασα τα μούτρα μετά της μάσκας και ετράπην εις φυγήν, δια να πέσω απάνω πρόσωπον με πρόσωπον με τον μακαρίτηςν Βικέλαν ο οποίος χαμογελούσε, ιδών προηγουμένως τις κουρτίνες, την καρέκλα και τα σχετικά.
- Τι με κοιτάζεις έτσι; μου λέει. Πέσ' μου τίποτε λοιπόν. Μίλησε κακομοίρη!
Κ' εγώ δεν ξέρω πώς, μέσα στην παραζάλη, στα συμβάντα του παραθύρου, στην απόγνωση, και την στενοχωρίαν αποφασίζω να ανοίξω το στόμα, και συγχίσας τα πράγματα και μπερδέψας τα πρόσωπα και φαντασθείς ότι ο Βικέλας είχε γράψει τον «Θάνο Βλέκα», το διήγημα του Καλλιγά, τον ατενίζω καλά καλά και θριαμβευτικώς του λέγω:
- Θάνο Βλέκα!
- Δεν ξέρω 'γω αν είμαι ο Θάνος ούτε Βλέκας, αλλ' ότι εσύ είσαι βλάκας...
Τριάντα χρόνια επέρασαν, αλλά μάσκα δεν έβαλα από τότε που έλαβα το δίπλωμα παρά του μακαρίτου.
Σημειώσεις
Υπάρχει και άλλο άρθρο του ίδιου συγγραφέα με τον ίδιο τίτλο, βλ. Παλαιά ανάμνησις.