Τα δυο δαχτυλίδια

Στην ίδια βιτρίνα, γειτονικά, ωραία βαλμένα απάνω στο βελούδινο στρωσίδι τους λαμποκοπούσαν, ιρίδιζαν, κι' αστραποβολούσαν σε μύριες ανταύγειες και παιχνιδίσματα κάτω απ' το μικρό ηλεκτρικό γλομπάκι, τα δυο δαχτυλίδια!

  1. Σύντροφε· δεν κρατιέμαι απ' τη χαρά μου. Σήμερα το μεσημέρι ήρθαν και στάθηκαν μπροστά μου, πιασμένοι χέρι-χέρι και με καμάρωναν ώρα ολάκαιρη οι δυο τους. Εκείνος την κύτταζε στα μάτια· μ' αυτή είχε καρφωμένα τα δικά της απάνω μου, και πότε-πότε γελαστή και χαρούμενη γύριζε για μια στιγμή και τον κύτταζε κατάματα. Δεν έβγαλα ποτέ μου τέτοιο φεγγοβόλημα και μπροστά στις σπίθες των ματιών τους, χλώμιανα και θάμπωσα για μια στιγμή. Έπειτα της άρπαξε, της έσφιξε δυνατά το χέρι, τόφερε στα χείλια του και το φίλησε πολλές-πολλές φορές.
  2. Το θέλεις; της είπε.

Έσκυψε αυτή και με κύτταξε άλλη μια φορά. Ανέβηκεν τα ρόδα στο μάγουλό της κι' άλλη μια φορά αστραποβόλησαν τα μάτια της.

  1. Αυτό θα είνε ο αρραβώνας μας, της είπε.

Έπειτα μπήκαν κ' οι δυο τους και μίλησαν δυο λόγια στον άνθρωπο που μας έβαλε εδώ να φαντάζουμε. Αυτός έμεινε ευχαριστημένος. Αύριο το πρωΐ σύντροφε σ' αποχαιρετώ. Όσο συλλογιέμαι το μικρό κοντυλένιο δαχτυλάκι με τη ρόδινη ακρούλα, που θα με φορέση αύριο, τόσο πέρνω περισσότερο φως κι' αστράφτω και λαμποκοπώ. Ξέρεις τι θα πη να με κάνουν εμένα μάρτυρα της ευτυχίας τους; Ξέρεις τι θα πη να τους δέσω αχώριστα μεσ' στα δίχτυα της αγάπης; Εγώ όλο θα λαμποκοπώ και θ' αστράφτω κι' όλο θα τους χαρίζω ένα γέλιο, το γέλιο της χαράς και της ευτυχίας που άρπαξα απ' τα δυο πρόσωπά τους και τόχω κλείσει μέσα μου, και το καθρεφτίζω και θα το αντιφέγγω αιώνια όσο ζουν αυτοί· κι' ύστερ' άμα λείψουν σ' άλλους και σ' άλλους, ως την συντέλεια των αιώνων, γιατί εγώ είμαι το δαχτυλίδι της χαράς, του γέλιου, και της ευτυχίας!

  1. Μεγάλο λόγο είπες σύντροφε, αποκρίθηκε το άλλο. Θάσαι καινούριο, φρεσκοπελεκημένο, φαίνεται, και σύντομα θα βγήκες απ' τα βάθεια της γης. Λίγο θάζησες στον κόσμο και πρώτη φορά θα περάσης σε δάχτυλο ανθρώπου και θ' ακούσης τα κρυφά και τα μυστικά που φτάνουν απ' την καρδιά ως την άκρη, για να τα μάθουμε και μεις. Σήμερα μονάχα πρωτόειδες το ζευγαράκι. Είνε το πρώτο σου. Κ' εσύ πρωτάρικο είσαι. Ρώτα με να μάθης πόσα ζευγαράκια έσμιξα; Από δάχτυλο σε δάχτυλο πέρασα φορές και φορές. Άκουσα χτύπους καρδιάς αμέτρητους. Μα τον πελεκητή μας! Δε γελούσαν και δε χαροκοπούσαν όλες. Προχθές μ' έβγαλε απ' το συρταράκι πούμενα, τελευταίο απόμονο, και μονάκριβο πια, η χηράμενη με τα τρία ανήλικα. Λαμποκόπησα κι' αστραποβόλησα στο ρόδινο δαχτυλάκι της – πάνε χρόνια – φορέθηκα, δείχτηκα, κ' εφέγγισα. Άκουσα το γέλιο, και τη χαρά, και το σκίρτημα. Πήρα κ' εγώ φιλιά αμέτρηρα μαζί με το χεράκι που στόλιζα. Ύστερα δούλευα κ' εγώ μαζί του, αγκάλιασα κορμάκια που μόλις χαιρέτησαν τον κόσμο, κι' άλλα, που τον άφιναν μόλις τον αντίκρυσαν. Με φλόγισαν φιλιά, και με ράντισαν δάκρυα, μ' έσφιξαν χέρια ερωτάρικα, και χέρια του πόνου και του σπαραγμού: Είδα κι' άκουσα κι' άρπαξα και πήρα και τάκλεισα εδώ μέσα μου, κι' ώρες-ώρες τα σκορπίζω, τ' αντιφεγγίζω όλα με τη σειρά τους.

    Προχθές το βράδυ... πεινούσαν εκεί μέσα, και τα παιδάκια κλαίγαν και μια καρδιά σπάραζε. Έξαφνα το χεράκι που στόλιζα μια φορά άνοιξε σιγά-σιγά το συρταράκι, το τράβηξε και με προσοχή με πήρε και ξεβόλεψε το χαρτάκι που μ' εφύλαγε.

    Έτρεμε το χέρι κ' έπειτα... χάθηκε. Το νοιώθω ακόμα απάνω μου κι' ας είμαι πέτρα!

  2. Γι' αυτό λοιπόν είσαι πιο θαμπό από μένα;
  3. Έτσι φαίνεται. Τώρα πήγαινε, πέρασε στο δαχτυλάκι. Μα μη ξεχνάς, όπου κι' αν περνάς να τους λες πως όλα τελειώνουν τις περισσότερες φορές σ' ένα καυτερό και φλογερό δάκρυ! Αντίο σύντροφε!