Τα ματογιάλια του Δήμαρχου

  1. Ου κύριους Δήμαρχους αναχωρεί διά τας Αθήνας!

Τι πάη να κάμη στη Αθήνα «ου κυρ Δήμαρχους»; Τι κάνει ένας Δήμαρχος ορεινού χωριού εις την Αθήνα; Χαζεύει εις τους δρόμους! Ο κ. Δήμαρχος πηγαίνει στην Αθήνα για να πούνε στο χωριό:

  1. Ου κύριους Δήμαρχους πήγε κι στην Αθήνα!

Υποθέσεις το χωριό δεν είχε με την πρωτεύουσα και αν είχε, είνε άλλοι αρμοδιότεροι για να της λύσουν. Έδωσε το Σύνταγμα και ο Θεός «βουλευτάς» και «δικηγόρους». Όσο για τους ελώδεις πυρετούς; Αυτούς τους γεννάει ο τόπος.

  1. Μπορεί να πιαστή κανείς με το Θεό!..

Ο κ. Δήμαρχος όμως είχε πράγματι δουλειά εις την Αθήνα.

Ήθελε ν' αγοράση ένα ζευγάρι ματογυάλια!

  1. Τι δήμαρχος θα ήταν χωρίς να έχη «μιτογιάλια».

Όλοι του χωριού οι εξέχοντες, ο παπάς, ο δάσκαλος, ο ψάλτης, έχουν και τα φορούν. Πώς λάμπουν και γυαλίζουν στο πρόσωπο του ψάλτη, σαν λιέι το «χαιρουβικό» και κουνάει, γλυκαινόμενος και αναρπαζόμενος από τη μελωδία, το κεφάλι! Και όποιος «καλός», «μεγάλος» ή «επίσημος» πέρασε από το χωριό, φορούσε ματογιάλια. Ο κυρ Δικαστής – εκείνος δα, σαν πιο επίσημος, μαθές, τα φορούσε και στον ύπνο του, ο εισπράχτορας και ο αντιπρόσωπος των μηχανών του «Σίγγερ!»

  1. Και να μην έχη ο κυρ Δήμαρχος γυαλιά!...

Γι' αυτό αποφάσισε ένα ταξείδι στην Αθήνα.

  1. Δεν ήταν δα ανάγκη να μάθη όλα τα αίτια και τα «αιτιακά» και το χωριό!

Τώρα πώς έγινε δήμαρχος, αυτό είναι άλλη κουβέντα.

Ο καπετάν Κοψίδας τον υπέδειξε για «απώτερους λόγους και σκοπούς».

Μια όμως που έγινε δήμαρχος, πρέπει να πάρη «μιτογυάλια»....

Στην Αθήνα, όπου έβλεπε γιαλικά, έμπαινε ο δήμαρχος, σειόμενος, κουνιόμενος, και κυματίζοντας τη φουστανέλλα.

Επί τέλους κάποιος τούδειξε ένα «οπτικό κατάστημα».

  1. Κύριε, του είπε, θέλω ένα ζευγάρι ματογυάλια, που να μπορώ για να διαβάζω.

Ο καταστηματάρχης του έφερε μερικά να δοκιμάση.

Ο δήμαρχος τα έβαλε στη μύτη του.

  1. Πώς σου φαίνονται αυτά;

Και δίδοντάς του ένα βιβλίο.

  1. Για κύτταξε. Διαβάζεις καθαρά;
  2. Διόλου. Απήντησεν ο Δήμαρχος, σκύβοντας και προσπαθώντας να διαβάση στο βιβλίο.

Ο καταστηματάρχης άνοιξεν άλλο συρτάρι και του έφερεν άλλους αριθμούς.

  1. Τίποτα! Τίποτα! Απαντούσεν ο δήμαρχος σκύβοντας στο βιβλίο.

Ο καταστηματάρχης του έφερεν όλα τα νούμερα, διπλά, τριπλά, κρυστάλλινα, μα ο Δήμαρχος ήτο αδύνατον για να διαβάση.

  1. Δεν αξίζουν τα γυαλιά σου! Θα είνε ψεύτικα! Ευρωπαϊκά δεν έχεις;
  2. Ευρωπαϊκά είν' όλα, απήντησεν εκείνος.

Του φέρουν ακόμη και χρυσά.

  1. Τίποτα! Τίποτα! αναφωνούσε ο Δήμαρχος σε κάθε δοκιμή.

Ο καταστηματάρχης τάχασε:

  1. Μα δεν μου λες, σε παρακαλώ, μήπως δεν ξέρεις γράμματα;

Ο Δήμαρχος τον κύτταξε στα μάτια!

  1. Μα χριστιανέ μου, αν ήξερα εγώ γράμματα, δεν ήταν ανάγκη ν' αγοράσω ματογυάλια!.....