Η μεγάλη αλήθεια

Ο λόγος γινότανε για τους ανίκανους Υπουργούς και Κυβερνήτας κάθε κράτους· ο ένας θυμόταν κάτι να πη για τον έναν, ο άλλος κάτι για τον άλλον. Τότε μάλιστα, με τα τελευταία γεγονότα, που είχαν φέρει κάθε αναξιότητα στην επιφάνεια, όλοι είχαν κάτι να ειπούν. Όταν είπαν όλοι, ό,τι είχανε να πουν, σηκώθηκε και ο Μεμίς, ο τότε Μουφτής Φλωρίνης – καλή του ώρα όπου βρίσκεται – και είπε, σαν ν' απαντούσε σ' όλους.

  1. Έτσι είναι ο κόσμος. Το παράξενο είναι πως δεν το καταλάβατε εσείς οι άνθρωποι ενώ το έχουν καταλάβει η... γκαμήλες.
  2. Πώς;
  3. Να πώς. Μια φορά ο Σουλεϊμάν-Μεχμέτ-Ενίμ-Αγάς, που ήταν αναντάν-μπαμπαντάν καμηλάτης, και που πέρασε με της γκαμήλες όλην την ζωήν του, σαν έφθασε στα 99 τα χρόνια, αρρώστησε και κατάλαβε πως θα πεθάνη. Εκάλεσε λοιπόν κοντά του τα παιδιά του, τους συγγενείς, τους φίλους και τους γείτονάς του, και τους ζήτησε συγχώρησι. Κατόπιν όμως θυμήθηκε και τις γκαμήλες του, και ζήτησε να τον οδηγήσουνε στο «ντάμι» για να ζητήση και από αυτές άφεσι αμαρτιών.

    Σαν τον πήγανε εκεί, έκλαψε, της εχάϊδευσε και είπε:

  4. Εγώ πεια σας αφίνω. Έφθασεν η ώρα να παραδόσω την ψυχή μου στο θεό. Αλλά για να πάω ήσυχος στον άλλο κόσμο, θέλω να με συγχωρήσητε και σεις, για ό,τι κακό σας έκαμα. Ξέρω ότι κάποτε απάνω στο θυμό μου, σας έδερνα άδικα. Ξέρω ότι, πολλές φορές σαν το καλούσε η δουλειά, σας κούραζα και άλλοτε σας άφινα νηστικές και διψασμένες. Όλα αυτά τ' αναγνωρίζω. Μα τι να γίνη! Έτσι είναι ο κόσμος! Ξεχάστε ό,τι τραβήξατε από εμέ και συγχωρήστε με, να πάω ήσυχος.

Οι γκαμήλες φάνηκαν σας να συνεκινήθησαν και η πιο μεγάλη έλαβε τον λόγο:

  1. Που μας έδερνες και που μας κούραζες και που μας άφινες νηστικές και διψασμένες, εμείς, Σουλεϊμάν-Μεχμέτ-Εμίν-Αγά, δεν σου βαστούμε κακία. Δεν ήταν πράγματα σωστά αυτά, αλλά στα συγχωρούμε. Ένα όμως πράγμα μας ήτανε βαρύ και δεν θα σου το συγχωρήσουμε ποτέ μας.
  2. Και ποιό ήταν αυτό; ρωτάει τρομαγμένος ο Σουλεϊμάν-Αγάς.
  3. Ποιό λέει; απαντά η καμήλα θυμωμένη. Να στο πούμε. Εμείς κοστίσαμε στην αφεντιά σου άλλη 40, άλλη 30 και άλλη 50 λίρες και ήμασταν όλες πρόθυμες εις την διαταγή σου. Και συ αντί να μας τιμάς, μας είχες πάντα οδηγό ένα γαϊδούρι, που δεν άξιζε ούτε καν δυο λίρες! Τι; Μικρό τώχεις αυτό; Να είμαστε υποχρεωμένες να περιπατούμε, όταν ο γάϊδαρος ήθελε να περπατά, να στεκώμαστε, όταν στεκώτανε εκείνος, και να πηγαίνουμε όπου ήθελε πάντα το παληογαϊδούρι σου; Νομίζεις ότι αυτό δεν μας πείραζε στο φιλότιμο;

Ο Σουλεϊμάν-Μεχμέτ-Εμίν-Αγάς, κούνησε το κεφάλι και απήντησε.

  1. Παιδιά μου έχετε δίκηο. Αλλά τι να σας πω. Έτσι είναι ο «ντουνιάς» φκιασμένος. Γαϊδούρια να τον οδηγούν!... Μήπως το ίδιο δεν γίνεται και με τους ανθρώπους; Μήπως δεν βλέπουμε, κάθε ημέρα, άξιους και προκομένους, να δουλεύουν σ' άλλους, που δεν έχουνε ούτε ενός γαϊδάρου την αξία!...

Και ειπών, ο Σουλεϊμάν-Αγάς, τη μεγάλη αυτή αλήθεια, έγειρε το κεφάλι και παρέδωκε τη ψυχή του στο Θεό...