Ο μην του μέλιτος
Επί τέλους μόνος! Τον περνώ, τον απολαμβάνω, τον γλεντώ και δεν κρατιέμαι απ' τον πειρασμό να του αφιερώσω δύο λόγια. Ας μη εξαγριωθούν οι ηθικολόγοι και οι αρμόδιοι της ηθικής φρουροί, η αστυνομία και η λογοκρισία.
Τα καημένα τα μελίμηνα τα δικά μου, έχουν τόση σχέσι με τα άλλα τα συνηθισμένα, όσο ένας ποιητής και ένας φτωχός μποέμ με τον τυχόντα κοιλαράν και καλοφαγωμένο αστό. Είνε τόσον αθώες και γλυκές οι στιγμές της μοναξιάς που όλοι οι ηθικολόγοι δεν θα μπορούσαν να περάσουν ούτε μια στιγμή απ' αυτές μιας τέτοιας ζωής.
Ας δοκιμάσουν να μη πλησιάσουν για μια βδομάδα άνθρωπο. Ας μείνουν μόνοι, κατάμονοι με τον εαυτό τους, με το εγώ τους, με τη γύμνια τους, κι' ας αντικρύσουν καλά καλά τον μέσα κόσμο τους και τότε τα λέμε. Θα φωνάξουν αμέσως σίγουρα το Θεό όπως ο Μπωντελαίρ για να μη σιχαθούν τον εαυτό τους, την καρδιά τους και την ψυχή τους.
Να περάσης μια νύχτα ολόκληρη μέσα σε νεκροταφείο, πολλοί το θεωρούν ηρωϊσμό. Δεν είνε τίποτε λοιπόν. Πέρασε αν τολμάς μόνος νύχτες ολάκαιρες κυττάζοντας και μετρώντας τ' αστέρια και ρωτώντας τον εαυτό σου τι νάνε πέρα και πιο πέρα κι' ακόμη πέρα, κι' αν δε σε πιάση πανικός τότε είσαι ήρωας πραγματικός και μπορεί να φτάσης και το Θεό!
Πόσα χιλιόμετρα μακρυά απ' την Αθήνα βρίσκομαι σήμερα, και πόσο θα είμαι αύριο; Ξέχασα το πώς και πότε ήρθα; Μου αρκεί ότι δε βλέπω και δε μυρίζομαι Αθήνα, δεν ακούω αυτοκίνητο, δεν διαβάζω, δεν γράφω, δεν κάνω τίποτε περιττό και έρχονται στιγμές που ακούω μονάχα μερικούς χτύπους καρδιάς άτακτους και βιαστικούς. Δέκα φαμίλιες χωρικών σκορπισμένες σε καλύβες, ούτε τσοπάνηδες δεν είνε εδώ· ούτε κουδουνίσματα και τροκάνια, ούτε μπιμπίνες και βελάσματα κι' όλες οι αηδίες που χρησιμεύουν να γεμίζουν τις άνοστες σελίδες ανούσιων βιβλίων. Έχω ένα σύντροφο λογικό που δε μιλεί παρά με τα γλυκά υγρά μάτια, και μου λέει καμμιά φορά πράγματα τόσο αθώα και ωραία, όπως εκείνα που θα λέγαν συναμεταξύ τους οι πρώτοι πρώτοι άνθρωποι στη γης πριν γίνουν κακοί σα θηρία.
Και οι χωριάτες θα μου πήτε;
Έχουν κι' αυτοί γλώσσα και πονηράδα, ξέρουν κι' από κανκάνια και ανακατέματα, την ακονίζουν και τρέχει, αλλά δε σπάζει κόκκαλα ποτέ. Είνε πρωτόγονη, χοντροκομμένη, παιδιάστικη, που σούρχεται να τους αγκαλιάσης και να τους πης.
Λέτε μωρέ: λέτε ατελείωτα:
Απάνω σ' αυτό θυμήθηκα ένα διηγηματάκι χαριτωμένο του Ανατόλ Φρανς. Ο Διάβολος ήταν άρρωστος κ' οι γιατροί που κι' αυτός φαίνεται τους έχει ανάγκη του διώρισαν ένα μικρό παστίτσο από ανθρώπινες γλώσσες. Όλοι οι μικροί Βεελζεβούλ γύριζαν κ' έκοβαν ημερόνυχτα γλώσσες και γλωσσίτσες από γριούλες, από δικηγόρους, παππάδες, πορτιέρηδες, μπαρμπέρηδες, ανθρώπους του λαού λογής-λογής. Όταν ο Διάβολος το δοκίμασε τον έπιασε αηδία και σιχαμάρα. Σηκώθηκε απ' το κρεββάτι έδειρε όλους τους μικρούς διαβόλους και δείχνοντας μέσα στη μεγάλη πόλι την αριστοκρατική συνοικία που τα παλάτια και τα μέγαρα λαμποκοπούσαν γεμάτα από κόσμο των σαλονιών.
«Θέλω από κει μέσα γλώσσες» τους είπε.
Και τα μικρά διαβολάκια πετώντας, κατέβηκαν κι' άρχισαν με χρυσά ψαλίδια αόρατα, και χωρίς κανείς να τα νοιώση, να κόβουν γλώσσες ως το πρωί.
Όταν ο μάγερας του παρουσίασε του διαβόλου το δεύτερο αυτό παστιτσάκι είχε την ευτυχία να ιδή τον αφέντη του ξεκαρδισμένο στα γέλια να τον ευλογή, λέγοντας ότι ποτέ του δεν έφαγε πιο νόστιμο φαγί. Κι' από τότε συνήθισε, και όλο τέτοιο τρώγει.
Τι φαγί να δοκιμάσω λοιπόν με τριάντα γλώσσες χωριάτικες. Δέκα μέρες κοπανίζουν δυο ανθρώπους. Τον παπά εβδομηντάρη και την παπαδιά τριανταπέντε και κάτι. Αυτή βρέθηκε σε μια θέσι που με τη γνώμη τους και με τα χρόνια του παπά δεν έπρεπε να βρεθή.
Και η γλώσσες αλωνίζουν και απορούν και παιδεύονται να βρουν το θαύμα· και γίνεται μ' αυτόν τον τρόπο ένα παστίτσο που όχι ο Διάβολος, αλλ' ούτε κι' αυτός ο παπάς δεν μπορεί να το χωνέψη.