Οι μεγάλοι δημαγωγοί

Μία άγνωστος επιστολή του μεγάλου Έλληνος ιστορικού Κ. Παπαρρηγόπουλου.

Η «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» λογίζεται ευτυχής σήμερα, διότι δύναται να προσφέρη εις του αναγνώστας της, μίαν άγνωστον και ανέκδοτον επιστολήν του μακαρίτου ιστορικού και καθηγητού του Πανεπιστημίου, Κωνστ. Παπαρρηγόπουλου.

Εγγράφη εις το 1882 και απεστάλη εις διανοούμενον φίλον του εξ Αθηνών, απόγονος του οποίου την προσέφερεν εις το περιοδικόν μας, χάριν των αναγνωστών του.


«Φίλε κύριε,

Εκπληρών την υμετέραν επιθυμίαν, γράφω σήμερον προς υμάς, την επιστολήν ταύτην.

Κατά την παρελθούσαν εκατονταετηρίδα ήκμαζεν εις την Αγγλίαν ο δουξ του Νιουκάστελ. Ο δουξ αυτός δεν είχε την απαράμιλλον ευγλωττίαν του Φοξ, του Butke και του Sheridan. Δεν είχε την μεγαλοπράγμονα τόλμην του πρεσβύτερου Πιττ. Δεν είχε την κυβερνητικήν παιδείαν του Γεωργίου Grenville. Δεν είχε την πραότητα και την γλυκύτητα του Ροβέρτου Walpole. Και όμως εκυβέρνησε την Αγγλίαν επί τεσσαράκοντα και πέντε έτη.

Η αμάθειά του προπάντων, ήτο απερίγραπτος. Και ιδού εν παράδειγμα:

Έγινε λόγος μίαν φοράν εις το υπουργικόν συμβούλιον περί Ανναπόλεως και περί Cap-Breton. Ο δουξ αφού παρέστη εις την συζήτησιν των συναδέλφων του άφωνος, ετελείωσεν αυτήν δια των εξής επιφωνημάτων και λέξεων:

  1. Ω... ναι... ναι... βέβαια.., ανάγκη να υπερασπισθώμεν την Αννάπολιν... ανάγκη να στείλωμεν στρατεύματα εις την Αννάπολιν... παρακαλώ... πού κείται η Αννάπολις;... η δε Άκρα-Breton, είνε νήσος; Παράξενον!... Δείξατέ μου την, παρακαλώ, που είνε εις τον χάρτην;... Πράγματι νήσος είνε... Ω, αγαπητοί μου, κύριοι, πάντοτε μου φέρνετε περιέργους ειδήσεις. Πρέπει να υπάγω νς διηγηθώ εις τον Βασιλέα, ότι η Cap-Breton είνε νήσος!

Ποίον λοιπον ήτο το προτέρημα του ανδρός του κυβερνήσαντος, επί ήμισυ περίπου αιώνα, το γενναίον και φιλότιμον εκείνο έθνος, καθ' ους χρόνους, τούτο, έκαμνε μερικά από τα λαμπρότερα κατορθώματά του;

Δια να κατανοήσωμεν τούτο ανάγκη ν' αναμνησθώμεν, ότι έρχονται εις την ιστορία των Εθνών καιροί, κατά τους οποίους η εσωτερική των διοίκησις φθείρεται και σήπεται. Τοιούτον τι συναίβαινε και εις την Αγγλίαν την εποχήν εκείνην. Και εις τοιούτον σημείον μάλιστα, ώστε να συμπράξη ο Νιουκάστελ, μετά του πρεσβυτέρου Πιττ, και ο μεν πρώτος ν' αναλάβη την επιμέλειαν των εσωτερικών πραγμάτων ο δε δεύτερος την διεξαγωγήν του πολέμου και των εξωτερικών υποθέσεων...

Ο δε Μακώλαιυ, γράφων την ιστορίαν της Αγγλίας, εχαρακτήρισε την σύμπραξιν αύτην ως εξής:

«Εν τω προκειμένω συνδυασμώ, πάσαι αι μιασματώδεις ακαθαρσίαι των υπονόμων της Κυβερνήσεως εξέβαλλον δια μιας διώρυγος, παν δε το αγλαόν και άρρυπον έρρεε διαυγές δια της ετέρας».

Το προτέρημα λοιπόν του Νιουκάστελ, ήτο ότι διέτριβεν, άνευ αηδίας εντός των τελμάτων εκείνων, αγωνιζόμενος, όχι βεβαίως δια να καταστήση χρησίμους, όπως η νεωτέρα χημεία, τας δυσώδεις εκείνας ύλας...

Κάθε πρωίαν συνέρρεον εις το μέγα αυτού μέγαρον πολυάριθμοι επαίται θέσεων και χρημάτων. Εκεί ιερείς ζητούντες προαγωγήν εις επισκοπάς. Εκεί βουλευταί ων η άφωνος ψηφοφορία ήτο η κυριωτέρα δύναμις της Κυβερνήσεως, εκεί ισχυροί ζητούντες θέσεις δια τους υιούς των και του υιούς των φίλων των, εκεί μεσίται ψήφων, ζητούντες τα έξοδα της τελευταίας εκλογής, πεντακοσίας λίρας.

Ο δουξ ήκουεν όλους ευμενώς, έσφιγγεν όλων τας χείρας, εθώπευεν όλους εις την ράχιν, και απαντούσε σ' όλους με μια ταπεινότητα αγέρωχον.

  1. Κύριοι, τους έλεγε, πολλήν τιμήν μου κάμνετε, νομίζοντες ότι δύναμαι να σας φανώ χρήσιμος, αλλά αι υποθέσεις αυταί υπερβαίνουν την ικανότητά μου. Δεν αρνούμαι ότι η Α.Μ. εν την επιεικεία αυτής, δίδει ώτα ακροάσεως εις την εμήν ευτελή συμβουλήν περί πολεμικών επιχειρήσεων και ειρηνικών συμβάσεων: Περί του ποίος π.χ. θα στρατηγήση εις την Αμερικήν ή θα σταλή πρέσβυς εις το Βερολίνον. Οι συνάδελφοί μου υπουργοί, συγκατανεύουν, ενίοτε, να ζητήσωσι την γνώμην μου, αλλά ουδεμίαν ισχύν έχω επί του υπουργού των Οικονομικών, και δεν τολμώ να ζητήσω, παρ' αυτού ουδέ απλού δασοφύλακος διορισμόν.

Ο Πιττ τον περιεφρόνει αλλά τον ηνείχετο, διότι δια να διατηρήση την αρχήν, και φέρη το έργον του εις πέρας, είχε την ανάγκη του.

Πριν συνδυασθή ο Νιουκάστελ, με τον Πιττ, είχε καλέσει συμπράκτορα τον Φοξ, όχι τον μέγα ρήτορα αλλά τον πατέρα του, δόσας εις αυτόν την διαχείρισιν των «μυστικών εξόδων», δηλαδή την άγραν των βουλευτών.

  1. Αξιώ, του είπεν, να μην ειπήτε εις κανένα πού διατίθενται τα μυστικά κονδύλια.
  2. Κι' αν η Βουλή, θελήση να κάμη έλεγχον;
  3. Θα τους παραπέμπετε σ' εμένα.
  4. Αι εκλογαί πλησιάζουν. Ποίους θα ορίσωμεν κυβερνητικούς υποψήφιους;
  5. Μην φροντίζετε περί αυτού. Όλα είνε τελειωμένα.

Ο Φοξ, έχασε την υπομονήν του και του απήντησεν ότι υπό τοιούτους όρους είνε αδύνατον να δεχθή το δοθέν εις αυτόν υπουργείον.

Ο δουξ ανέθηκεν το υπούργημα αυτό εις πειθηνιώτερον και ακατανόμαστον άνθρωπον, τον Sir Thomas Robinson...

Δια την δωροδοκίαν αυτήν των βουλευτών, είπεν ο εντιμότατος και ευκλεέστατος των κατά τους χρόνους εκείνους βασιλέων, ο Γουλιέλμος, όταν στενός και απέριττος αυτού φίλος ο Silbert Burnet, τον ήλεγξε ποτέ ένεκα τούτου:

  1. Ουδείς, απεκρίθη ο Γουλιέλμος, αποτροπιάζεται πλειότερον εμού την δωροδοκίαν. Αλλ' έχω να κάμω με ανθρώπους, προς ους δεν δύναμαι να επικοινωνήσω, ειμή δια της ρυπαράς αυτής οδού. Ή λοιπόν πρέπει να διέλθω δι' αύτης, ή ν' αφίσω τον τόπον να χαθή!

Αλλά αυτά, θα ειπώσιν οι αναγνώσται μου, συμβαίνουν και εις άλλα συνταγματικά κράτη. Αλλά πώς, ενώ η Αγγλική Βουλή, υπήρχεν πολλάς εκατονταετηρίδας προ του Καρόλου του Α' και τόσον χρόνον έπειτα, πώς μόνον κατά το διάστημα εκείνο συνέβαινον αυτά;

(Εις το σημείον αυτό ο μακαρίτης Παπαρρηγόπουλος, αποδεικνύει ότι εφ' όσον υπήρχον Βασιλείς δυνατοί εις την Αγγλίαν, διηύθυνον αυτοί και Βουλήν και λαόν, μετά την καρατόμησιν όμως Καρόλου του Α', και την εξορίαν Ιακώβου του Β' αδελφού και διαδόχου του, τα προνόμια του στέμματος περιωρίσθησαν, και την πραγματικήν διοίκησιν του Κράτους, ανέλαβον διάφοροι χυδαίοι δημαγωγοί, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι την ευπιστίαν του λαού, προσεπάθουν να τον ξεγελούν με λόγους ή πράξεις δημοκοπικάς, να προσπαθούν να τον σύρουν με το μέρος των, και έτσι ήσυχοι να κάνουν αυτοί και η σπείρα των, της δουλιές των, μη φοβούμενοι ούτε την θέλησιν του βασιλέως, ούτε το λαόν ερωτώντες ποτέ, μη σεβόμενοι ουδέ αυτήν την θέλησιν του έθνους

Τα πάντα εγένοντο οικογενειακώς και αναμεταξύ των.

Η εθνική θέλησις δεν ηδύνατο να επιτηρή και να εξελέγχη.

Έτσι καταχρήσεις και όργια εθέριεψαν και εξαχρίωσις γενική εσκέπασε την χώραν· ώστε οι βουλευταί, να πωλούνται και να αγοράζονται ως πεπόνια.

Εκυβερνήθη δε ούτω η Αγγλία επί τρεις όλας γενεάς.)

...αυτά όμως έφερον την έκκρηξιν, επί τέλους της λαϊκής θελήσεως.

«Τω 1761, ο Πιττ, πληροφορηθείς, εξακολουθεί ο Παπαρρηγόπουλος, ότι μυστική συνωμολογήθη συνθήκη μεταξύ Ισπανίας και Γαλλίας, στρεφόμενη κατά της Αγγλίας, προέτεινεν εις υπουργικόν συμβούλιον, να κηρυχθή αμέσως πόλεμος κατά της Ισπανίας και να συλληφθή ο εξ Αμερικής επαναπλέων χρυσοφόρος αύτης στόλος. Οι άλλοι Υπουργοί αντέστησαν και ο Πιττ παρητήθη. Μετ' ολίγας ημέρας εγένετο η τελετή της εγκαθιδρύσεως του λόρδου Δημάρχου, εις ην εκλήθησαν ο Πιττ, οι υπουργοί εν οις και ο κυριώτατος παραίτιος της παραιτήσεως του Πιττ, λόρδος Bute. Πάντων οι οφθαλμοί προς τον πεπτωκότα υπουργόν εστράφησαν, πάσαι αι ανευφημίαι υπέρ αύτου εγένοντο. Από τας οδούς, από τους εξώστας, από τας στέγας αντήχησε κραυγή ενθουσιώδης άμα επεφάνη η άμαξά του. Αι κυρίαι εχαιρέτιζον εκ των παραθύρων δια των μανδηλιών αύτων, οι άνθρωποι του λαού ανηρτώντο από των τροχών, έσφιγγον τας χείρας των υπηρετών και ησπάζοντο τους ίππους. Αδιάκοποι εβρόντων αραί ανευφημίαι:

  1. Κάτω ο Bute! Κάτω ο Νιουκάστελ, Ζήτω ο Πιττ!

Ότε ο Πιττ εισήλθεν εις το Guildhull ζωηρώς υπεδέξαντο τον άνδρα, αι επευφημίαι και αι χειραψίαι των παριστώντων και αυτών των δημοτικών αρχόντων, ενώ τον λόροδν Bute, παρελαύνοντα δια των οδών, συνώδευσαν χλευασμοί και ρυπασμοί και ήθελεν ίσως κινδυνεύσει, εάν δεν ελάμβανε την πρόνοιαν, να περιστοιχήση την άμαξάν του, δι' ισχυράς σωματοφυλακής πυγμάχων».

Η κοινή γνώμη ήρχισεν να εκδηλούται.

(Παρακάτω ο Παπαρρηγόπουλος ομιλεί περί λαού).

«Προς χαλιναγώγησιν απαιτείται κοινή γνώμη ευσταθής, λελογισμένη και τούτων ένεκα σεβαστή...»

«Αλλά το ζήτημα τούτο χρήζει πλείονος αναπτύξεως, ην δεν τολμώ να επιχειρήσω, φοβούμενος μήπως υπερβώ τα εσκαμμένα.

Όθεν παύω ενταύθα τον λόγον, ευχόμενος τα βέλτιστα».

Αθήναι 22 Αυγούστου 1882

Κ. Παπαρρηγόπουλος»