Υπαίθριοι καλλιτέχναι

Μία από τας μανίας αι οποίαι καταλαμβάνουν τον άνθρωπον είνε να διαιωνίζη την μουτσούναν του, με την ιδέαν ότι εν μέσω γενεών απογόνων θα εξακολουθή να φιγουράρη και να κινή την περιέργειαν και τας ερωτήσεις και επομένως να ενισχύη την μνήμην και να προκαλή ευλάβειαν προς τον ένδοξον πρόγονον.

  1. Ποιός είν' αυτός μωρέ παιδιά;

Είνε ο δεύτερος θείος της γιαγιάς των παιδιών μου από τη δεύτερη γυναίκα μου. Με συγχωρήτε· λησμονώ το όνομά του το οικογενειακό. Ιδού η δόξα λοιπόν και η ενίσχυσις την μνήμης των απογόνων, οίτινες εν τέλει σε παραλαμβάνουν και σε παραδίδουν εις τα παιδάκια μαζί με τραπουλόχαρτα όπως κατασκευάσουν πύργους και σπιτάκια. Εάν δε τύχη να είσαι εις μέγα σχήμα, σε παραλαμβάνουν τα τρωκτικά εις την σοφίταν, και μένεις χωρίς κεφάλι, αίνιγμα και γρίφος δια τας μελλούσας γενεάς.

Υπάρχει όμως και η άλλη άποψις των ανθρώπων οι οποίοι ζώντες θέλουν ναρκισσευόμενοι να καμαρώνουν τον εαυτόν των εν φωτογραφία εις στάσις και ύφος το οποίον ποτέ τους δεν έχουν άλλοτε παρά μόνον έμπροσθεν του φακού.

  1. Γελάσατε κύριε· φυσικώτερα σας παρακαλώ. Μη τεντώνετε τον λαιμόν σας. Μην αγριοκυττάζετε.

Του κάκου! Άπασαι αι συστάσεις του φωτογράφου όστις τυχαίνει ενίοτε να είνε και καλλιτέχνης, πηγαίνουν επί ματαίω.

Ο άνθρωπος ενώπιον του φακού, δεν είνε εκείνος που είνε! Βεβαίως, έκφρασιν, ψυχικήν διάθεσιν, τον έσω του κόσμον, παν ό,τι τέλος πάντον ένα πορτραίτο δυνατού ζωγράφου αρπάζει από την φυσιογνωμίαν του ανθρώπου δεν είνε δυνατόν η φωτογραφία να μας αποδόση. Αλλά τουλάχιστον θα ήτο δυνατόν να έχωμεν τας γραμμάς του μακαρίτου προγόνου μας αν ο ευλογημένος άφινε του εαυτόν του έμπροσθεν της μηχανής άνευ μουτσούνας· εάν δεν έστριβε τον μύστακα όστις ούτω πως γίνεται πελώριος, εάν δεν εγούρλωνε τα μάτια ώστε να φαίνεται ως απαγχονιζόμενος, εάν δεν κατάπινε ένα μπαστούνι το οποίον του στέκεται στο λαιμό, και αν, αφ' ού εβασάνιζε τα χέρια του και τα πόδια του επί δέκα λεπτά της ώρας δεν τα ετοποθέτει εις την μόνην στάσιν που δεν έπρεπε να τα τοποθετήση.

Περιφερόμενος ανά τους κήπους και τα πάρκα – όσα μας έμειναν ακόμα – και ανά της διάφορες γωνίες των Υπουργείων, Εισαγγελιών, Νομαρχιών, Αστυνομιών, όπου άπαντες οι υπαίθριοι καλλιτέχναι της στιγμής έχουν στήσει τους τρίποδας και τας μηχανάς των, διασκεδάζω με τας φυσιογνωμίας των δυστυχισμένων ανθρώπων.

  1. Ορίστε, δεσποινίς· χαμηλότερα τα μάτια· έτσι... το προσωπάκι σας δεξιά ολίγον.. αριστερά το πόδι.., πόδι παρακαλώ πιο μέσα, ο κορμός πιο ίσος, και εμπρός ολίγον· πιο εμπρός.
  2. Για να σου πω, κύριος, λέγει ο συνοδός της δεσπονίδος· πιο μαζεμένη τη γλώσσα λίγο. Τι το κάναμε δω, και λιγάκι ντροπή.
  3. Δεν είνε τίποτα, κύριε, για να θυμώνετε. Οι πόδες δηλαδή βγαίνουν μεγάλοι άμα είνε εμπρός· δια τούτο λοιπόν.......
  4. Άφισε τους πόδας και τους πόδες. Το κορίτσι θα βγη όπως είνε! Το κορίτσι βγαίνει λοιπόν τέρας· εν ω είνε χαρά Θεού και γελαστό και ανοιχτό σα ρόδο ανοιξιάτικο. Δύο παπουτσάρες κατέχουν το έμπροσθεν της εικόνος, δύο χερούκλες ομοίως και μια μούρη κορδωμένη και στιφίζουσα σαν να έχη μασσήσει τζάνερα. Αν ο μακαρίτης Νταγκέρ και ο Νίπτσε εγνώριζε τι εγκλήματα θα ετελούντο, ποτέ δεν θα ανεκάλυπτε την τέχνην της απεικονίσεως της μούρης του ανθρώπου· αλλά δεν θα είχομεν εις την ρίζαν της κάθε λεϊμονιάς του κήπου, και εις κάθε γωνίαν δρόμου, και ανά ένα υπαίθριον μουτζουρωτήν της ανθρώπινης φάτσας.