Σε μια αυλή
Δεν έκλεισα καθόλου μάτι αυτή τη βραδυά με το κατάργυρο φεγγάρι που έλουζε όλη την παληοαυλή, ασήμωνε τις χορταριασμένες σκεπές, και ξετρέλλαινε τρία ζευγάρια γάτων σ' ερωτικό μεθύσι.
Όλη η αυλή ξαγρύπνησε πέρα-πέρα γιατί έπρεπε ναθρή στο φως της ημέρας ένας μικρός ανθρωπάκος.
Οληνύχτα πόνεσε, φώναξε, βασανίστηκε, αγκομάχησε, η Λένη του Στάθη Τσιπούρα, κ' έγινε μητέρα.
Τι ωραία που ήρθε μια ζωή στον κόσμο;
Μόλις γλυκοχάραζεν η μέρα· μόλις στη ράχη πέρα του Υμηττού μια ρόδινη ψηλή γραμμή έσχισε τ' αλαφρό γαλακτερό πέπλο του αντίφεγγου του φεγγαριού, – που κι' αυτό είχε βασιλέψη πια, – τα περιστέρια αρχινήσανε βγαίνοντας απ' τις τρύπες του περιστεριώνα, να παίξουν το αιώνιο ερωτικό παιχνίδι τους· ο πετεινός ανεβασμένος στο κάρρο του Μανώλη του αραμπατζή, ελάλησε τινάζοντας τα φτερά, για τρίτη φορά· η φοράδε δεμένη στα τιμόνια άφησε το μάσημα, σήκωσε το κεφάλι, μυρίστηκε μακριά τον αέρα κ' εχλιμίντρησε, σαν ν' ανταποκρινόταν σε κάποιο μακρινό κάλεσμα, που μονάχα αυτή τόνιωσε. Ένας σωρός σπουργίτια άρχισαν πρώτα να σιγολαλούν· έπειτα να τιτιβίζουν δυνατώτερα, κ' ύστερα όλα μαζί να πετούν σύγνεφο προς το φως και τον αέρα.
Αυτή τη στιγμή μ' ένα πόνο δυνατό, κ' ένα ξεφωνητό της μάννας, σαν να τη μαχαίρωναν, χαιρέτησε το φως της ημέρας, που χλωμό κι' αδύναμο έμπαινε στο ταπεινό χαμώϊ του, κι' ο Βαγγελάκης!
Να ένας μικρός άνθρωπος παραπάνω στην αυλή.
Θα μου πήτε: ήταν καμμιά ανάγκη ναρθή;
Δε μας ρώτησε!
Για τον ίδιο λόγο και την ίδια ώρα βγήκαν δέκα μικρά κλωσσόπουλα της κυρά Τρισεύγενης της πλύστρας στην άλλην άκρια της αυλής· και στο παραθύρι της καμαρούλας της Τασώς της κορδελιάστρας, έσκασε το πρώτο μπουμπούκι της γαρουφαλιάς της σε κρεμεζί περήφανο και φουντωτό γαρούφαλο, στολίζοντας το παραθύρι της, τόσο καλά που τράβηξε λες τις πρώτες αχτίδες του ήλιου να παν να παίξουν απάνω του, και ν' αντιφεγγίσουν στο παραθυρογυάλι της.
Μπορούσε ποτέ να ξημερώσει πιο πρόσχαρη μέρα μέσα σε μια αυλή;
Ανάμεσα στη βαρειά μυρουδιά της κοπριάς, των χυμένων αποφαγιών, των σάπιων νερών και της λυσσίβας, και εν ω τόσοι άνθρωποι ξενυχτώντας συλλογίζονταν καθένας το δικό του, δέκα κλωσσόπουλα σπάζαν τ' αυγό με τις μυτίτσες του και βγαίναν· ένα μπουμπούκι ξάνοιγε, κ' ένας άνθρωπος ξεφώνιζε· το πρώτο κλάμα στη Ζωή του.
Η μάννα αποκαμωμένη αποκοιμήθηκε· η μαμή τον έπλυνε, τον τύλιξε, τον φάσκιωσε και τον έβγαλε στην πόρτα της χαμοκέλας· και η ίδιες αχτίδες του ήλιου που χάϊδεψαν το γαρούφαλο, έπεσαν πάνω στο ροδαλό προσωπάκι, και τόκαμαν να κλείση πάλι απότομα τα δυο γαλανά ματάκια που μόλις τάχε ανοίξη, λίγη ώρα πριν!
Η κλώσσα τριγύριζε παρά πέρα στην κοπριά σκαλίζοντας με τα νύχια και ξεχωρίζοντας κανένα σπειρί μισοχωνεμένο· φώναζε τα κλωσσόπουλα που τρέχαν σιμά της πρόσχαρα· και καθώς βούλιαζαν και χάνονταν τα μισά μέσα στο σωρό της χωνεμένης κοπριάς, φάνταζαν σαν μπάλες μικρό μπαμπάκι, αφράτο και κατακάθαρο στην βρώμα μέσα.
Στην άλλη μεριά του σωρού κυλιόντουσαν παίζοντας μισοβουτηγμένα κι' αυτά τα δύο άπλυτα ξεχτένιστα παιδιά της Τρισεύγενης, ρίχνοντας πότε-πότε μια ματιά ζηλιάρικη, στον καινούριο μουσαφίρη της αυλής· και η ματιά τους έλεγε.
- Εχθρός φάνηκε! Κι' άλλος γεννήθηκε!
Έπειτα όλα τραβήξανε το δρόμο τους όπως κάθε μέρα. Ο Ήλιος φώτισε ολάκαιρη την αυλή κ' έκαμε να λαμποκοπήσουν σε χρώματα ιριδένια τα μπουγαδόνερα. Το μάγκανο του πηγαδιού άρχισε το τραγούδι του, και μέσα από τους ξεγδαρμένους τοίχους σε κάθε σπιτάκι οι σκλάβοι της ζωής πνίγοντας ένα μικρόν αναστεναγμό ετοιμάζονταν για τη δουλειά. Το κάρρο ζεμένο έτριζε ανεβοκατεβαίνοντας στα χαντάκια και τις πέτρες της αυλής, κ' έβγαινε απ' την αυλόπορτα προς το στενό δρομάκι. Ο Μανωλιός ξεσκούφωτος κι' αναμαλλιασμένος μ' ανοιχτά τα στήθια, μισοξαπλωμένος μέσα, άφινε τα γκέμια ανάρια στη φοράδα του, πούξερε κι' αυτή μονάχη το δρόμο της δουλειάς, και μαχμουρλής μουρμούριζε – ας το διάολο για ζωή! Ορίστε· κι' αυτές γεννοβολούν και φέρνουνε κουτάβια στον κόσμο! Κι' άλλα κουτάβια! δε φτάνουμε όσοι είμαστε!
- Σιδεροκέφαλη! Καλορίζικη, Ανδρειωμένη! Από κάθε πόρτα και παραθυράκι χαιρετούσανε το Μπούρα, που κι' αυτός λογίζοντας πως άλλη μια ψυχή βρέθηκε στην κάμαρά του πάρα πάνω, άρπαζε το ζεμπίλι και τα σύνεργα μην έχοντας και τίποτα να κάνη εκεί μέσα, και τράβηξε για το γιαπί, και για το μεροκάματο!
Το γαρούφαλο αποζητούσε το χέρι που θα το κόψη· κ' η Τασία βγαίνοντας πρωΐ πρωΐ απ' το καμαρίνι της τόπιασε· το μύρισε· συλλογίστηκε λίγη ώρα κ' έπειτα με το ψαλιδάκι της δουλειάς της έκοψε μια ζωή που μόλις είχε ξανοίξη. Το πήρε· τόβαλε σ' ένα ποτήρι με νερό, και πατώντας σιγά, πήγε και ταπίθωσε στην κάμαρα της λεχώνας, απάνω στ' απλοϊκό μπαούλο της, δίπλα στην κούνια του μωρού και πλάγι με το στρουμπουλό προσωπάκι. Ένας φτωχός ήρθε στον κόσμο!