Μεγάλοι αδικημένοι
- Ο Αμούνδες, λέει, και ο Μαμούδας και κούτσουρα – λιθάρια. Πρέπει να είναι φράγκος, κανένας, για να ακουσθή. Άμα είσαι Ρωμηός, η παληοπατσαβούρες ούτε σε κυττάνε!.... Πήγε, λέει, και πέρασε, από τον Βόρειο τον Πόλο! Πφ! Μεγάλα πράγματα θαρρείς! Και μας, που χορέψαμε καρτσιλαμά με Πόλους και με τρικυμίες, δεν μας ξέρουνε!
- Αχάριστος ο κόσμος, καπετάν Σεκλέτη μου, αχάριστος! Δεν τον μουτζώνεις, να πάη να χαθή. Πού είσαι μάστορα!.... Ακόμα ένα κατοσταράκι και πούσε; Και λίγους τσίρους με άνηθο!.......
-
Ένας παληολιμοκοντόρος, ο Αμούνδες, λέει, και ο Μαμούδας, και ο Μαμούδας επέρασε τον Πόλο... Και χάλασε ο κόσμος, χάλασε. Εμάς που άσπρισαν τα μαλλιά μας μέσα στα στοιχειά της θάλασσας και παλέψαμε με της Γοργόνες, «πού σε είδα – πού σε ξέρω»· το παληορωμαίϊκο!»
Εμένα που μ' εκατάπιε ο Πόλος και μ' εξέρασε, δεν μου το αναγνώριζαν ούτε οι πατριώτες μου, οι Γαλαξειδιώτες!
- Πώς πήγες, καπετάνιε, και στον Πόλο; Συ!...
- .... Σαν ταξειδεύαμε Σιέρρα – Λιόνε, μέσα – όξω, με το μεγάλο μπάρκο, το τριΐστιο, είδα κάτι ν' ασπρίζη όξω. Μάϊνα που λες και βγήκα με την βάρκα όξω, να ιδώ τι συμβαίνει και τι γίνεται! ... Αντιφεγγιά ήταν του φεγγαριού. Η θάλασσα ήταν λάδι. Κάτι χιόνια γυάλιζαν, σας διαμάντια και πριλάντια. Ήταν τόσο ώμορφη η θάλασσα, που δεν ξέρω, πώς μου ήρθ' οι όρεξη να κάνω ένα μπάνιο! Έβγαλα τα ρούχα μου και προχώρησα στην αμμουδιά!
- Δεν κρύωνες;
-
Κρυώνουνε οι γερόλυκοι της θάλασσας; Εμένα η θάλασσα μ' εγέννησε. Ανάστημά της είμαι. Έβγαλα λοιπόν τα ρούχα μου, και ετράβηξα στην αμμουδιά. Άξαφνα κατάλαβα κάτι να με τραβάη από τα πόδια. Κάνω να πιαστώ, αίμα και νερό που έφευγε... Κάνω να σαλέψω, ένα μεγάλο στόμα με ρουφάγει... Χριστέ και Παναγιά μου! Κατάλαβα πως πάτησα πάνω σε μια ρουφήχτρα!
Ξέρεις τι είναι η ρουφήχτρα; Τρύπα στην ακροθαλασσιά, που σε ρουφάει μόλις την πατήσης και ούτε να κινηθής μπορείς, ούτε να στηριχθής, για να γλυτώσεις.
Ας είναι, για να μην τα πολυλογούμε, μόλις λοιπόν ενόησα πού έπεσα και σκέφθηκα ότι θα με ρουφούσαν τα νερά, μ' έπιασε ένας κρύος φόβος. Όλο μου το σώμα πάγωσε, τα δόντια μου έτριζαν, ένα ρίγος μ' έπιασε πανάκρυο κι' από τη μέση και κάτω ήμουν παγωτός... Και όλο βούλιαζα και όλο βούλιαζα στον πάτο.
Ξαφνικά κατάλαβα, πως κάπου πατάω. Προσέχω. Δεν βουλιάζω πλέον. Κυττάζω γύρω μου κάτι στερεό.
- Μήπως ευρήκες πέτρα; Τον ρωτήσαμε με αγωνία.
-
Ω! Όχι. Απλούστατα, ήμουν τόσον παγωμένος από το φόβο μου, που πάγωσε όλο της ρουφήχτρας το νερό και έγινε στερηά.
Και έτσι γλύτωσα, όπως σε βλέπω και με βλέπεις!...
Και από τότε έμειναν οι πάγοι εκεί!
Θα ήταν σίγουρα ο Πόλος.....
- Ο Νότιος Πόλος, του είπαμεν εμείς.
- Βεβαίως. Μα για το κατόρθωμα αυτό η παληοπατσαβούρες δεν έγραψαν τίποτα και κανένας Πρωθυπουργός δεν τηλεγράφησε συγχαρητήρια στο Γαλαξείδι!... Μονάχα τον Αμούνδες, λιβάνιζαν!...
- Παληόκοσμος!... Και μεις ανακαλύψαμε τον Πόλο. Είναι η κάνουλα του βαρελιού. Μα δεν βαρυέσαι!..