Η σκιαγραφία της Μιστενγκέτ
Ένας αστήρ ο οποίος λάμπει από τόσα χρόνια. Η γυναίκα με τα ωραιότερα και ακριβώτερα πόδια της Ευρώπης. Ο «Μουσσολίνι του Μουλέν Ρουζ». Η ζωή της Μιστενγκέτ.
Η Μιστενγκέτ είνε ένας αστήρ, ένας μεγάλος αστήρ του γαλλικού μούζικ-χωλ. Προκειμένου περί γυναικός, νομίζω ότι δεν οφείλω ν' αποκαλύψω από πόσων ετών ο αστήρ αυτός έκαμε την εμφάνισίν του στο στερέωμα, – αν κι' αυτό, επί του προκειμένου, δεν θα είχε ίσως μεγάλην σημασία, γιατί η δόξα της Μιστενγκέτ δεν υπήρξε ποτέ στην ωμορφιά του προσώπου της, που μαραίνεται εύκολα, αλλά στην ωμορφιά... των κνημών της, που διατηρείται πολύ περισσότερο. Θεωρείται ότι έχει τις ωραιότερες, τις τελειότερες και τις εξυπνότερες γάμπες όλων των γυναικών, όλης της Ευρώπης. Οι γάμπες της Μιστενγκέτ είνε τα τρία τέταρτα του ταλέντου της. Αυτές, κυρίως, πέζουν επί της σκηνής, αυτές τρέχει να ιδή ο κόσμος στις επιθεωρήσεις του μούζικ-χωλ και στι διάφορες σκηνές του κόσμου όπου πηγαίνει σε «τουρνέ». Θα ήταν αδικία να πη κανείς ότι η Μιστενγκέτ δεν έχει παρά μόνον αυτό: είνε ένα θελκτικώτατο πλάσμα, γεμάτο ζωή, κέφι και κίνησι, που έχει, επί πλέον, λανσάρει στο Παρίσι και σ' όλο τον κόσμο διάφορα τραγουδάκια, όπως το γνωστότατο «C'est mon homme!...», – τα οποία τα τραγουδάει με μπρίο, με εξυπνάδα και μ' ένα ύφος [...] που διασκεδάζει υπερβολικά το κοινό. Αλλά οι γάμπες της έχουν επικρατήσει. Έχουν πια μπει στην κοινή χρήσι. Ο κόσμος λέει: «σαν τις γάμπες της Μιστενγκέτ...». Γι' αυτό η Μιστενγκέτ είνε υποχρεωμένη να τις δείχνη πάντοτε. Σ' όλα τα νούμερά της στις Επιθεωρήσεις μπορεί να εμφανίζεται με το κεφάλο σκεπασμένο από φτερά, το κορμί χαμένο μέσα σε πλούσια κοστούμια απαστράπτοντα από πετράδια, – οι γάμπες της θα είνε πάντα γυμνές. Αυτό απαιτεί ο θιασάρχης, αυτό ζητεί ο κόσμος, σ' αυτό στηρίζει η ίδια την επιτυχία της. Φυσιολογικώς και μεταφορικώς η Μιστενγκέτ «στηρίζεται» στις γάμπες της. Είνε οι πλέον πολύτιμες γάμπες που υπάρχουν. Στοιχίζουν δύο εκατομμύρια γαλλικά φράγκα: διότι τόσο είνε ασφαλισμένες εις περίπτωσι δυστυχήματος.
Όταν εγνώσθη στο Παρίσι ότι ο κ. Πάγκαλος απηγόρευσε στις ελληνίδες να δείχνουν τις γάμπες των, οι ρεπόρτερ έτρεξαν αμέσως να ρωτήσουν πρώτην την Μιστενγκέτ τι φρονεί γι' αυτό το διάταγμα. Φαντάζεσθαι όλοι σας τι απάντησιν έδωσε η Μιστενγκέτ. Έγινε έξω φρενών. Τον κατηγόρησε ως βάρβαρον και – αυτό είνε διασκεδαστικώτερον – ως... ανίκανον.
Αυτή η Μιστενγκέτ είναι από τις γυναίκες εκείνες που «δεν χαρίζουν κάστανα». Ο χαρακτήρας της δεν είνε εύκολος: είνε ένας χαρακτήρας ανδρογυναίκας. Στο Μουλέν Ρουζ, όπου είνε καλλιτεχνική διευθύντρια της Επιθεωρήσεως η οποία παίζεται κατ' αυτάς και ο κυριώτερος «αστήρ», την έχουν επονομάσει: Μουσσολίνι. Μουσολίνι του Μουλέν Ρουζ. Και τούτο γιατί φέρεται με τη σιδερένια αυστηρότητα και θέλησι του ιταλού δικτάτορος τόσον προς τους συναδέλφους της όσο και προς το κοινόν. Έχει εγκαινιάσει μίαν άκαμπτη πειθαρχία από την οποία δεν επιτρέπει σε κανένα να ξεφύγη. Όποιος δεν την αρέσει, διώχνεται αμέσως και η ζωή δεν είνε καθόλου εύθυμη για τους εργαζομένους υπ' αυτήν στη διάσημο αυτό μούζικ-χωλ... Το ίδιο το κοινό είνε υποχρεωμένο να συμμορφούται προς τις διάφορες διατάξεις τις οποίες έχει βάλει. Ζούμε στην εποχή των Δικτατοριών...
Η ζωή της Μιστενγκέτ είνε από τις πιο πολυάσχολες που μπορεί κανείς να φαντασθή. Είνε αμφίβολο εάν της μένη μια ώρα δική της καθ' όλο το διάστημα της ημέρας. Κοιμάται σχεδόν πάντα αργά τη νύχτα – και ξυπνάει κατά τας ένδεκα. Πολύ προτού ξυπνήση όμως το σπίτι της γεμίζει ανθρώπους. Το τηλέφωνό της δεν σταματάει να κουδουνίζη. Η καμαριέρα της δεν κάνει άλλο παρά να γράφη σ' ένα ειδικό καρνέ τους αριθμούς των τηλεφωνούντων, τα ονόματά τους, τους λόγους για τους οποίους ζητούν την κυρία της, τα ραντεβού που την ορίζουν οι γνωστοί της. Τι θέλει, θα ρωτήσετε, όλος αυτός ο κόσμος από ένα αστέρα του μούζικ-χωλ; Ένα σωρό πράγματα, κάποτε τα πλέον παράδοξα και τα πλέον ετερόκλιτα. Στον προθάλαμό της, εφ' όσον αυτή κοιμάται ακόμη, οι άνθρωποι οι οποίοι έρχονται να την ιδούν περιμένουν υπομονετικά του ξύπνημά της. Ένας κρατάει προσεκτικά στα χέρια του ένα κουτί από μαροκινό: είνε αδαμαντοπώλης ο οποίος έρχεται να της προτείνει την αγορά ενός κολλιέ, ή ενός βραχιολιού, ή ενός δαχτυλιδιού σε «πραγματική τιμή ευκαιρίας». Μία άλλη κρατάει ένα δεματάκι περιτυλιγμένο σε τσιγαρόχαρτο και δεμένο με ροζ κορδέλλα: είνε συλλέκτρια αυτογράφων και έρχεται να παρακαλέση την Μιστενγκέτ να βάλη την υπογραφή της στο λεύκωμά της. Ένας άλλος κρατάει υπό μάλης ένα χαρτοφυλάκιο. Έρχεται να προτείνει στην Μιστενγκέτ την υπογραφήν ενός συμβολαίου δια του οποίου, αντί ενός ποσού που θα το ορίση η ίδια, θα πάρη η εταιρία του το μονοπώλια να διαφημίζη την πάστα των δοντιών που παρασκευάζει ως χρησιμοποιούμενην από αυτήν. Ένας τέταρτος έρχεται να προσφέρη ένα άλλο ποσόν για να γράψη η Μιστενγκέτ σ' ένα κομμάτι χαρτί: «Δεν μεταχειρίζομαι παρά το σαπούνι Σταρ. Είνε το καλύτερο για το δέρμα», – αυτόγραφο που θα φιγουράρη επί ένα έτος σ' όλα τα περιοδικά και όλες τις εφημερίδες της Γαλλίας. Ένας πέμπτος ζητάει το ίδιο αυτόγραφο αλλά για την πούδρα ή τα αρώματά του. Ένας υποδηματοποιός των μεγάλων βουλεβάρτων έρχεται να προτείνη έτερο σεβαστό ποσό και, επί πλέον, την δωρεάν κατασκευήν είκοσι ζευγαριών παπουτσιών το χρόνο για να μπορή να γράψη στη βιτρίνα του: Προμηθευτής της Μιστενγκέτ. Άλλοτε έκαναν αυτό για τις βασίλισσες, αλλ' αυτές έπαυσαν πλέον να είνε της μόδας και αντεκατέσθησαν από τις βασίλισσες της σκηνής. Ένας άλλος καπνίζει φλεγματικά του πούρο του και περιμένει. Στα δάχτυλά του λάμπουν ένα σωρό δαχτυλίδια. Είνε ιμπρεσάριος της νοτίου Αμερικής και έρχεται να της κάνει προτάσεις για μια τουρνέ στην Αργεντινή και τη Βραζιλία. Ένας άλλος είνε αντιπρόσωπος ενός μεγάλου εργοστασίου γυναικείων καλτσών κι' έχει στην τσέπη του ένα τσεκ τριάντα χιλιάδων φράγκων για να πάρη το προνόμιο να ονομάση την καλύτερη ποιότητα των καλτσών του: «Κάλτσες Μιστενγκέτ»... και ούτω καθ' εξής.
Η Μιστενγκέτ ξυπνάει και το κουδούνισμα προς την καμαριέρα της φέρνει ένα παλμό συγκινήσεως εις όλον αυτόν τον κόσμον που περιμένει. Αλλ' η Μιστενγκέτ δεν πρόκειται να εμφανισθή. Επί μίαν ακόμη ώρα θα είνε στο μπάνιο της και την τουαλέττα της. Λένε ότι πέρνει πρώτα μπάνιο μέσα σε γάλα: δεν το ξέρω. Ξέρω όμως – όχι βέβαια γιατί το είδα, αλλά γιατί είνε γνωστό, – ότι το καλλωπιστήριό της είνε ένα σωστό «Ινστιτούτον Καλλονής». Τα καλύτερα αρώματα, οι καλύτερες αλοιφές για το δέρμα, οι καλύτερες πάστες για τα δόντια, οι καλύτερες πούδρες, όλα αυτά μέσα σε αργυρά ή χρυσά κουτιά – δώρα διάφορων καταστημάτων. Η προετοιμασία της – δεδομένου ότι η Μιστενγκέτ έχει τα χρονάκια της (δε λέω πόσα) – προσλαμβάνει τον χαρακτήρα ιεροτελεστίας. Όταν πια ετοιμασθή, κουδουνίζει... Ξαπλωμένη σ' ένα ντιβάνι, ντυμένη με μίαν μεταξωτήν πυζάμα, μ' ένα τσιγάρο στο στόμα, περιμένει να της εισαγάγη η καμαριέρα της (διαθέτει δε γι' αυτό μισή μόνον ώρα) τον κόσμο που περιμένει. Όλοι αυτοί δεν μπαίνουν στο Ιερό της θεάς: μπαίνουν μόνον όσοι είχαν την σκέψι να βάλουν με τρόπο στο χέρι της καμαριέρας μερικά τραπεζογραμμάτια. Οι άλλοι είναι καταδικασμένοι ν' ανέβουν πολλές φορές τις σκάλες του σπιτιού της Μιστενγκέτ. Αφού η Μιστενγκέτ δεχθή μερικούς και υπογράψη, κυρίως, μερικά συμβόλαια, ρίχνει μια βιαστική ματιά στο καρνέ του τηλεφώνου, μια άλλη ματιά στο σωρό των επιστολών που λαβαίνει κάθε μέρα, ντύνεται γρήγορα – και φεύγει από μία οπισθία πόρτα... για να μη γυρίση πλέον σπίτι της παρά μόνο τις πρωϊνές ώρες.
Όλη της η ημέρα περνάει σχεδόν μέσα στ' αυτοκίνητό της και καθ' οδόν σε διάφορα ραντεβού για υποθέσεις της: στη μοδίστα της, όπου δοκιμάζει τα νέα της φορέματα για τη σκηνή, σ' ένα εργοστάσιο φωνογράφων όπου τραγουδάει τα καινούρια τραγούδια της αντί μεγάλων ποσών, στο συμβολαιογράφο της τον οποίον συμβουλεύεται για τις τοποθετήσεις των χρημάτων της και, τέλος, στο θέατρο όπου πηγαίνει για πρόβες, και, το βράδυ, για να εμφανισθή στη σκηνή...
Μία τέτοια ζωή θα εκούραζε τον πιο γερό άνθρωπο. Αλλά η Μιστενγκέτ είνε, όπως την λένε, «ένα πακέτο νεύρων». Κάνει αυτή τη ζωή επί έτη και μετά το θέατρο, βρίσκει πάντα διάθεσι για διασκέδασι. Τρώει πάντα μετά το θέατρο, και πάντα σχεδόν, στα καμπαρέ της Μονμάρτης, μαζί με μεγάλες παρέες φίλων της με τους οποίους εκπωματίζει την σαμπάνια, γελάει, διασκεδάζει και χορεύει, – για το κέφι της και μόνον πλέον... Έξω από το θέατρο, έξω από τις υποθέσεις είνε μια θελκτικότατη σύντροφος και η παρέα της δίνει πάντα κέφι και γέλοιο.
Και μια μέρα η Μονμάρτρη, το Παρίσι, την χάνουν. Η πόρτα της είνε κλειστή. Το τηλέφωνό της κουδουνίζει μάταια: Η Μιστινγκέτ λείπει σε «τουρνέ» στο εξωτερικό: στην Αγγλία, στο Βέλγιο ή στην Αμερική όπου την μεταφέρουν διάφοροι ιμπρεσάριοι, αντί εκατοντάδων χιλιάδων φράγκων, για να τραγουδήση τα τραγουδάκια της, και κυρίως, για να δείξη τις περίφημες, τις πολύτιμες γάμπες της...
Αυτή είναι η σκιαγραφία της Μιστενγκέτ...
Σημειώσεις
Ο Ουράνης γράφει εδώ για την Γαλλίδα ηθοποιό και τραγουδίστρια Mistinguett. Η αναφορά στην απαγόρευση της γάμπας στην Ελλάδα αφορά σε νόμο του 1925 σχετικά με το ελάχιστο μήκος της γυναικείας φούστας.
Στο δεύτερο μέρος, στα περιστατικά με την οδοντόκρεμα, το σαπούνι, την πούδρα, τα αρώματα, τα παπούτσια και τις κάλτσες βλέπουμε περιπτώσεις χορηγών μιας influencer της δεκαετίας του '20.