Μια μάχη
Με συνεκίνησεν εις υπερβολικόν βαθμόν η είδησις ότι παρά το Θησείον, εις το αυτό πεδίον των παλαιών μαχών, έλαβε χώραν πετροπόλεμος και ετραυματίσθησαν δύο των οποίων τα κεφάλια εσημάνθησαν με γαρουφαλιάν, παρομοίαν εκείνης την οποίαν φέρω και εγώ από ετών τεσσαράκοντα. Διά τους αδαείς, σημειούμεν ότι, γαρουφαλίτσα εκαλείτο εις την ονοματολογίαν του πετροπολέμου και των μαχητών αυτού, το υπερηφάνως φερόμενον τραύμα εις την κεφαλήν, δια λίθου, και το οποίον έφερε πάντοτε χρώμα ροζ ή γαρουφαλί είχε δε και σχήμα όμοιον με τα πέταλα του άνθους γαρουφαλιάς.
Ιδού λοιπόν ότι οι απόγονοι δεν εγκαταλείπουν τα πάτρια και τούτα μας συγκινεί βαθύτατα.
Η νέα μάχη του Θησείου φέρει εις την μνήμην μου εκείνην κατά την οποίαν ετραυματίσθην.
Τα γυμνάσια Πλάκας και Βαρβακείου εσχημάτισαν λόχους εν στολή με τον μακαρίτην Αντωνόπουλον τον γυμναστήν, εν στολή και αυτόν, επί κεφαλής· με σάλπιγγας και τύμπανα και την κουκουβάγιαν εις το πιλήκιον ως σύμβολον των κεφαλών μας. Επρόκειτο να εκτελέσωμεν εις τα Τουρκοβούνια ασκήσεις μάχης, αφού είχομεν ξεσκολίσει πλέον την πυκνή τάξιν και την αραιάν και την βολήν με τα Σασεπό.
Ανερχόμεθα λοιπόν ήρεμα καθ' όλους τους κανόνας της τακτικής και ήτο η στιγμή καθ' ήν ο ενθουσιώδης γυμναστής μας κραδαίνων και αυτός την σπάθην διέταξε «εφ' όπλου λόγχη»! και «έφοδος» κατά της κορυφής, άνωθεν του Πεδίου του Άρεως όπου φαίνεται ότι υπήρχε κάτι το οποίον δεν περιμέναμε:
Δύο ομάδες οικοπεδοφάγων είχον έλθει στα χέρια, στα μαχαίρια και στις πέτρες προς καταπάτησιν οικοπέδων τα οποία δεν ανήκον ούτε εις την μίαν ούτε εις την άλλην ομάδα. Βλέπουσαι την έφοδον εφαντάσθησαν ότι γίνεται εναντίον των· ρίψαντες δε εν βλέμμα, εξετάσαντες την δύναμιν του εχθρού, ψυχολογήσαντες την διάθεσιν αυτού προς μάχην, την ορμήν και την μαχητικήν ικανότητα, έδωσαν προς αλλήλους τας χείρας, συνωμολόγησαν ανακωχήν και.... δεν άφησαν πέτραν την οποίαν να μη σηκώσουν και να την εκσφενδονίσουν κατά του λοχαγού και του λόχου.
Χαρακώματα δεν υπήρχον. Το έδαφος ήτο αναπεπτάμενον και ως εξ ενστίνκτου όλοι εκάναμεν την ίδιαν σκέψιν της φρονίμου υποχωρήσεως. Αλλ' ο λοχαγός επέμενε εις την έφοδον θεωρήσας αίσχος να εγκαταλείψωμεν το πεδίον εκατό έφηβοι εν στολή και όπλοις προ δεκαπέντε μόρτηδων του Ψυρρή και της Βλασσαρούς και εξηκολούθει να κραδαίνει το ξίφος φωνάζων:
- Εμπρός παιδιά! Ντροπή παιδιά, εφ' όπλου λόγχη!
Το αποτέλεσμα επήλθε ραγδαίον και αφ' ου εφωνάξαμε: –«Μπράβο κύριε λοχαγέ!» εστράφημεν προς τα οπίσω και καθώς ήτο κατήφορος... επήραμε τον κατήφορον εξακολουθούντες να φωνάζομεν: –«Μπράβο κύριε λοχαγέ!»
Κατεβήκαμε την κλιτύν· επηδήσαμε χαντάκια, μαντρότοιχους, ρεματιές, μπήκαμε στο πολύγωνο, πήραμε συντροφιά εν πανικώ όσα άλογα του ιππικού έβοσκαν εκεί κ' ετρόμαξαν, εξακολουθήσαμεν την φυγήν, και μία άμορφος μάζα εσταματήσαμε μόνον εις την... οδόν Πατησίων, όπου ο περιπατών κόσμος το έβαλε κι' αυτός στα πόδια.
Όταν κατέφθασε και ο μακαρίτης λοχαγός μας ασθμαίνων και ούτος, μας εσχημάτισε εις τετράγωνα και από το μέσον άρχισε να μας λούζη όπως μας άξιζε· ύστερα μας μίλησε περί Λεωνίδα, περί Θερμοπυλών, περί Θανάση Διάκου, με φωνήν τόσον παλλόμενην από συγκίνησιν, ώστε όλοι κατεβάσαμε τα μάτια από ντροπήν, και αρχίσαμε να δακρύζωμεν και να καταλαμβανώμεθα από λυγμούς, σκουπίζοντες ταυτοχρόνως την μύτην μας, και μερικοί μεταξύ των οποίων και εγώ, τα κεφάλια μας τα έφερον... γαρουφαλίτσαν.
Το νοστιμώτερο όμως ήτο ότι οι νικηταί μας ροβολήσαντες και αυτοί και καταδιώκοντες έφθασαν επί τόπου, περιεστοίχισαν το τετράγωνον των μαθητών και ακούοντες την παραίνεσιν, τας επιπλήξεις, τους συγκινητικούς λόγους του λοχαγού άρχισαν και αυτοί να συγκινούνται και να δακρύζουν! Τόσον δε ενθουσιάστηκαν, ώστε όταν κατόπιν ο λόχος εμπήκε κατά τετράδας και διέσχιζε την οδόν Πατησίων, μας... εχειροκρότησαν μανιωδώς! Φωνάζοντες: «Ζήτω και των παιδιών!»