Ο στοιχειωμένος μύλος
10 Οκτωβρίου... Τον βλέπω απ' το μικρό παραθύρι μου σαν κάτασπρη οπτασία να προβάλη ανάμεσα από ένα μικρό δασάκι πεύκα· οι φτέρες που τον περικυκλώνουν φτάνουν ως την άκρια του πεζουλιού και τη στρογγυλή ταράτσα του, και τα μεγάλα κατάλευκα πανιά της φτερωτής προβάλλονται μακρυά στο γαλάζιο της θάλασσας χρώμα, έτσι καθώς γυρίζουν, με το χάϊδεμα απ' το ευωδιασμένο με θυμαράκι βουνίσιο αγέρι.
Είκοσι χρονών παλληκάρι με κατάμαυρα σγουρά μαλλιά παίζει κάθε απόβραδο καθισμένος στην πεζούλα το μπουζούκι του. Ολόγυρα απ' τα σπιτάκια ανοίγουν ένα-ένα τα παράθυρα· μα φαίνεται πως η ψυχή του μυλωνά μαζί με τις νότες και τ' ανεβοκατεβάσματα του γιαρέ πηγαίνουν ολόϊσα κατά την αντικρυνή πλαγιά την μαλακιά και απαλή όπου ένα κόκκινο κεφαλομάντηλο πότε φαίνεται πότε χάνεται ανάμεσα στ' αμπέλια τώρα με τ' αποτρυγούδια του Οκτώβρη.
Δεν τρυγάς μικρούλα μου! Και αν τρυγάς δεν είνε βέβαια σταφύλια. Φυλάξου από το μύλο: είνε μαγεμένος, είνε στοιχειωμένος!
Πρόσεχα τόσο πολύ, στα σγουρά μαλλιά, στο κοκκινομάντηλο και στο μπουζούκι, που δεν άκουσα το χαλκοκούδουνο του μουλαριού που μου φέρνει το νερό. Ο γέρος από πίσω ανηφόριζε σιγά-σιγά στο μονοπάτι. Σαν έφτασε απάνω στάθηκε, βαρυγκόμησε με ένα α...χ βαθύ βαθύ· μ' εκύτταξε που είχα καρφωμένα τα μάτια μου εκεί κάτω και είπε:
- Τι τον κυττάς τον παληόμυλο. Ας τονε να χαθή! Είνε καταραμένος, στοιχειωμένος... Πάνε χρόνια από τότες. Ο μυλωνάς κείνου του καιρού, μεσόκοπος νοικοκύρης, παντρεύτηκε και πήρε την πιο όμορφη κοπέλλα του αντικρυνού νησιού. Στην αρχή πήγαιναν καλά· ύστερις άρχισε η γκρίνια, οι φωνές, η ζήλεια. Ο μύλος είχε πολλές δουλειές· τα μουλάρια ανέβαιναν φορτωμένα γέννημα· και τα κοδούνια χτυπούσαν αδιάκοπα εδώ τριγύρω. Ο μυλωνάς πήρε καο βοηθό: τον ανιψιό του δα! Και μια φορά, που κατέβηκε μονάχος με φόρτωμα αλεύρι στη χώρα, και τόφερε ο διάβολος να τελειώση σύντομα την πούληση, αφ' ου γέμισε το κεμέρι του τάλλαρα, γέμισε κ' η καρδιά του πόθους και καβαλλικεύοντας το μούλα του γύρισε κατά τα μεσάνυχτα στο μύλο ξαφνικά κι' αναπάντεχα.
«Νύχτα χειμωνιάτικη· βροχή με το τσουβάλι κι' ο αγέρας πήγαινε να σηκώση κι' αυτόν και τη μούλα του. Ανάμεσα στις βροντές και τ' αστροπελέκια αντίκρυσε το μύλο ακίνητο, βουβό, σα φάντασμα. Ανέβηκε σιγά σιγά τη στενή γυριστή σκάλα και σαν έφτασε απάνω κοντά στο τιμόνι είδε ανάμεσσα από σακκιά και απάνω στο μαλακό στρωσίδι που κάνουν τα πίτουρα, το ανιψιό του και τη γυναικούλα του σφιχτά αγκαλασμένους. Τότε ο Σατανάς, που τον έκανε να γυρίση πρόωρα, τούβαλε στο κεφάλι διαβολικά πράματα. Έβγαλε απ' τη μέση του το σκοινί που δένουν τα φορτία και σιγά-σιγά και ξαφνικά πετάει απόχα και πιάνει και τους δυο δεμένους και σφιχταγκαλιασμένους. «Στάσου και να ιδής». Ύστερα κατεβάζει ένα-ένα και χωρίς ν' ακούση φωνές, παρακάλια, κλάματα, ικεσίες κι' όλες τις αηδίες των αμαρτωλών, τους όρκους και τα τέτοια, πιάνει και δένει πρώτα τον ένα κ' ύστερα τον άλλον σε δυο φτερά γειτονικά της φτερωτής. Ξαπλώνει ύστερα τα φτερά· ανεβαίνει τρεχάτος και σηκώνει το τιμόνι· και σαν είδε το γιγάντιο τροχό ν' αρχίση να γυρίζη με τον τρελλόν αέρα σα δαιμονισμένος και τους δυο άσπρους ήσκιους στις άκρες της φτερωτής να γυρνάνε σαν παιχνιδάκια και να χορεύουν στον αέρα, σαν άκουσε τις δυο σπαραχτικές φωνούλες ν' αντηχούν, τους φώναζε κι' αυτός τρέχοντας κατά κάτω. «Έχετε γεια! Καλό γλέντι!»
Οι χωριάτες που φέραν το πρώτο σιτάρι πρωΐ πρωΐ βγήκαν το παιδί ξεψυχισμένο κι' αμίλητο άσπρο σαν τα πανιά του μύλου. Η άλλη, το θηλυκό που βαστάει πάντα περισσότερο, λένε πως ζούσε ακόμα. Την ελύσανε, κι' αυτή πήρε τα βουνά και την άλλη μέρα βρέθηκε γκρεμοτσακισμένη σε μια ρεματιά...
Ως εδώ τελειώνει η παράδοσι.
Μα θέλησα κ' εγώ να βεβαιωθώ για το στοιχειό του μύλου και κατά τα μεσάνυχτα με το λίγο φεγγαράκι και τις καλοκαιριάτικες καινούριες βραδυές χώθηκα ανάμεσα στις φτέρες και τα πευκάκια· έφτασα στην πόρτα· κόλλησα τ' αυτί μου κρατώντας την ανάσα μου κι' άκουσα... και τι δεν άκουσα;
Την άλλη μέρα σαν ανέβηκε ο γέρος, έσκυψα και τούπα στ' αυτί. Γούρλωσε τα μάτια στην αρχή· μα έπειτα συλλογίστηκε λιγάκι... και χτυπώντας τα χέρια του στα μηριά του και σκάζοντας τα γέλια κύτταξε κατά το μύλο κ' έπειτα κατά τ' αμπέλι και δίνοντας μια στα καπούλια της μούλας ροβόλησε κατά κάτω γελώντας και φωνάζοντας:
- Βρε τους κατεργάρηδες! Βρε τους μπερμπάντηδες! Ντεεε...!