Πάσχα που φεύγει

Οβρωπαϊκό Χριστό μας φέραν!

Και αφού ο Χριστός ήταν «Ευρωπαϊκός», γιατί το Πάσχα να μην έλθη τον Οκτώβρη!

Επί δύο μήνες τωρα νήστευαν, αναμένοντες την λαμπράν ημέραν της Αναστάσεως ενός Θεού, και της πληρώσεως ενός ευζωνικού στομάχου.

Αποκεκλεισμένον το φυλάκιον αυτό, εκεί επάνω εις μίαν κορυφήν του Μπέλες, αποκεκλεισμένον λέμε από τον όψιμο χειμώνα, εις μάτην κύτταζε στον ουρανό να δη και λίγον ήλιο, εις μάτην κύτταζε κάτω στους κάμπους τους πλατειούς, μήπως και διακρίνη Πασχαλινό σημάδι.

Ένας ημεροδείκτης που το τάγμα προ τριών μηνών του έστειλεν, για να παρακολουθή της ημέρες, είχε... παλαβώσει.

Τα Χριστούγεννα τα έφερνε την παραμονή του άη–Γιαννού του Ρηγανά, και ενώ προ δύο μηνών είχεν αρχίσει την Σαρακοστή, δεν εφαινόταν πουθενά το Πάσχα! Εν τω μεταξύ όμως πέρασεν ο άγιος Δημήτριος, ήλθεν η δέκατη πέμπτη Αυγούστου, εφάνηκεν ο άη–Μηνάς, μέσα στο κατακαλόκαιρο, μετά την εικοστήν τετάρτην Ιουνίου, ξανάρθαν τον Μάη, η... αποκρηές, εφάνη κάπου μια Μεγάλη Τρίτη, εσημειώθη του Σωτήρος την παραμονή, η καθαρή Δευτέρα, αλλά Πάσχα, πουθενά!

Κατ' αρχάς η υπόνοιες πέσαν στον δεκανέα Νταραβήρα, τον επί κεφαλής των ανδρών του φυλακείου. Ήταν ο μόνος που ήξευρε λίγα κουτσογράμματα. Οι άλλοι ή ήσαν εντελώς αγράμματοι ή μόλις συλλάβιζαν.

  1. Μην έχασες κυρ δεκανέα τα γράμματα σ' κ' εσύ!

Επειδή όμως ο κυρ–δεκανέας εξακολούθησε να διαβάζη καθαρά και εύληπτα, αι υπόνοιαι εστράφησαν εις την μεταπολεμική κατάστασι, που ανέστρεψε τα πάντα. Οι αγαθοί εκείνοι άνθρωποι, οι καταπλαγέντες για το ημερολογιακό το πήδημα, οι εξηγούντες τα πράγματα κοφτά και λογικά, οι φυσικοί και οι ατόφιοι, απέδωσαν την αναστάτωσι αυτή εις νέαν μεταρρύθμισι της ημερομηνίας.

  1. Το σου 'ναι αυτοί οι καλαμαράδες! Και τουν ουρανό, τον αναποδογύρισαν ακόμα! Φραγγέψαν και την εκκλησία! Γι' αυτό, μωρέ παιδιά, να ξέρετε. Το Πάσχα πείσμωσε θύμωσε και... έφ'γε! Πάει η Χριστιανοσύνη!

Και εγκαρτερούσανε νηστεύοντες και κάθε πρωί, που βγάζαν κι' ένα φύλλο απ' τον ημεροδείκτη, μαζευόντουσαν όλοι γύρω στο δεκανέα τους, με χτυποκάρδι περιμένοντες μήπως ακούσουν Πάσχα.

  1. Μηνοδώρας, Νυμφοδώρας και Μητροδώρας των μαρτύρων!

Αποφάσισαν να μιλήσουν επί τέλους και να ρωτήσουν τους αντικρυνούς Βούλγαρους.

  1. Τώρα Πάσχα, απήντησαν εκείνοι, ημείς γιορτάσαμε και την Πεντηκοστή.

Αυτοί γιόρτασαν τη Πεντηκοστή! Μα είνε Χριστιανοί οι Βούλγαροι! Και αν είνε Χριστιανοί, τι Χριστιανοί θα είνε; Αγριοχριστιανοί.... Αν έχουνε οι Βούλγαροι Πεντηκοστή, ημείς πρέπει νάχουμε σήμερα Τσικνοπέφτη!

  1. Αλλάξατε της γιορτές σας, σεις.
  2. Ημείς τις γιορτές μας; Όχι!
  3. Αμ βέβαια! Όλες οι μόδες απ' τη καμπούρα μας, θα βγουν!

Το πήραν πεια απόφασι κι' εγκαρτερούσαν. Η μανία που έπιασε τους Έλληνας να τα αλλάξουν όλα, άλλαξε και της γιορτές. Άλλαξε της ημέρες, άλλαξε τους αριθμούς, ανακάτωσε τους αγίους και παρατείνει τη Σαρακοστή!

  1. Μνήστητί μου Κύριε, μ' εκείνους στη Αθήνα!

Αποφάσισαν, να στείλουν ένα στον πλησιέστερο Δεσπότη να δούνε τι θα γίνη για το Πάσχα!

Εστάλη ο ωκύπους Ζαχαρούλας.

Ένας λοχαγός τον σταμάτησε στη Βέτρινα.

  1. Έλα δω, εύζωνα. πού πας;
  2. Μας έφυγε το Πάσχα! Πάμε στο Μητροπολίτη για να το συλλάβουμε! Στέγνωσαν οι άνδρες απ' τη πείνα!

Του έδωκαν τον επιλοχίαν Σουφλιμάν να εξετάση και γύρισαν μαζί οι δυό εις το ψηλό φυλάκιο.

Επήγαν στον ημεροδείκτη. Είδαν τη σύγχισι των εποχών, μηνών και ημερών.

  1. Εδώ κάποιος τον «σγάρλισεν», τους είπεν ο επιλοχίας. Ποιός «ανεδύφησεν» την επίσημον χρουνουλουγίαν;

Κανένας από τους εύζωνας δεν απήντησεν. Όλοι εκυττάζοντο στα μάτια. Ο Ημεροδείκτης έδειχνε εκείνη την ημέραν «Ψυχοσάββατον» και την επομένην τέσσερες Νοεμβρίου!

  1. Χρονιάρα μέρα, είπεν ο επιλοχίας, δείχνων την λέξιν «Ψυχοσάββατον», να πήτε την αλήθεια! Και δίνω το λόγο μου ότι ο αίτιον θ' αμνηστευθή!

Σαν ήτανε χρονιάρα ημέρα, ημέρα των ψυχών, που ψέμματα δεν λένε, ακούστηκε από την άλλη άκρη μια φωνή.

  1. Εγώ κυρ επιλοχία, διάβαζα τα «τραγουδάκια» τα ερωτικά. Έγραφα από κανένα και στη Μαριγούλα. Καθώς τα είχα όμως όλο έτσι, τα πήρ' ο αέρας, τα μάζευσα βιαστικά να μη με δουν και τα κάρφωσα απάνω στο χαρτόνι, είπεν ο εκ των ευζώνων Χαντζαρούλης.

Ο επιλοχίας εκατάλαβε, αλλά για να προλάβη διαπληκτισμούς θέλησε να τα κρύψη.

  1. Άϊντε ωρέ, τους είπε. Χριστός ανέστη, ρε παιδιά. Και του χρόνου στο χωριό σας. Φέρτε εκείνο το μαρτίνι, το θρεφτάρι εδώ! Θα καθήσω κ' εγώ να κάνω δεύτερη Ανάστασι μαζί σας. Είνε κοντά δύο μήνες τώρα που ανεστήθη ο Χριστός!... Σε λίγο θάχουμε Δεκαπενταύγουστο, αλλά ως ν' αναβή εδώ πάνω η λαμπρή, σε τούτο το θιοβούνι, έπρεπε ν' αργίση κάμποσο!.. Πάλι καλά, που ήρθε! Μόνον τον ημεροδείχτη να που δώσετε για να σας στείλω ένα άλλο.

Κέπειτα στρεφόμενος στο Χαντζαρούλη.

  1. Και συ μην ξαναγγίξης τον Ημεροδείχτη, για να διαβάσης τα τραγουδάκια τα ερωτικά, γιατί σου τάκοψα τα χέρια.

Οι ευζώνοι απάντησαν εν χορώ.

  1. Αληθώς Ανέστη, κυρ επιλοχία, κι' του Χρόν' Συνταγματάρχης!