Ασφάλεια

Αφού εξυκοζύγιασε, αφού ενέρωσε την ρετσίνα, αφού πούλησε ρύι κατωτέρας ποιότητος για «καρολίνα», αφού μοσχοπούλησε ταραμάν παληόν, αφού έδωσε κ' επήρε, έκλεισε το μαγαζί του και τράβηξε, νύχτα αργά στο σπίτι του.

Καθόταν μοναχός, σ' ένα δωμάτιο, ψηλά εις τον Λυκαβητό. Ανύπανδρος, εργένης. Αδέρφια, μάνα και πατέρα, στο χωριό. Όλος ο δικός του κόσμος στην πατρίδα. Σ' αυτόν δεν έμεινε παρά η «σέσουλα» και η ζυγαριά! Και τι τους ήθελε τους άλλους;

Αυτές οι δύο τον επλούτισαν, αυτές τον έκαμαν άνθρωπο αυτές του δώσανε τόσα λεπτά ώστε να του προξενεύουν σήμερα το καλύτερο κορίτσι του χωριού του, την Κική του βουλευτού, που δεν τολμούσε άλλοτε ούτε το σπίτι του, περνώντας από τον δρόμο να το κυττάξη, σηκώνοντας τα μάτια του.

Όλα τα χρήματα, στη τσέπη κάθε βράδυ και απ' εκεί στο σπίτι του. Τα έχωνε στο στρώμα, στης γωνιές, μέσα σε κουτιά του τενεκέ, μην του τα φάνε τα ποντίκια...

Ελάμβανε όμως και τα μέτρα του.

Μόλις έμπαινε κύτταζεν απ' έξω όλες της πλευρές μήπως παραφυλάει κανένας. Αμπάρωνε την πόρτα, με μια μεγάλη, σαν βαλίτσα, κλειδωνιά, έβαζε για ασφάλεια, πίσω, και το λαβομάνο, έβαζε και το μεγάλο το ερμάρι, επάνω έφκιανε ένα πρόχωμα από της καρέκλες του, έπερνε το πιστόλι, το άνοιξε, το κοίταζε, εβεβαιούτο ότι ήτανε γεμάτο, και τώβαζε στο κομοδίνο δίπλα του.

Έκλεινε καλά το παράθυρο από μέσα.

  1. Α, όλα κι' όλα! Όσα ξέρει ο κυρ Παναγής, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος!

Τα κακά ευκολότερα εισέρχονται από το παράθυρο και όχι από την πόρτα!

Και έπεφτε ήσυχος πειά εις το κρεββάτι.

Και σε λίγο ακουγόταν ένα ευτυχές ρουχαλιτό.

Η ψυχή του κυρ Παναγή ανήρχετο εις άλλας σφαίρας:

Εις μίαν χώραν μυθικήν, χώραν ονειρευμένην όπου θα είνε ο Παράδεισος των μπακάληδων όλων ασφαλώς!

Τα βουνά είναι ζαμπόν, τα ποτάμια είν' ρετσινάτο, που ρέει με παιχνίδια και μ' αφρούς, τα άνθη είνε από ταραμά, η θάλασσα είνε από λάδι και τα ψάρια εκεί μέσα, οι τόνοι, οι σαρδέλλες και οι αστακοί, κολυμβούν μαζί με τα κουτιά...

Η ακρογιαλιές είνε στρωμένες αντί με πετραδάκια, με πράσινες εληές, η πέτρες είνε από τυρί, και στα βουνά δεν ρίχνει τον χειμώνα χιόνι, αλλά ζάχαρι.

Η φλούδες των δένδρων είνε από χαβιάρι μαύρο και τα φύλλα από κάπαρι και από τους κλάδους κρέμωνται τα φρούτα έτοιμα και κονσερβαρισμένα!...

Αληθινός Παράδεισος.

Μα εκείνο που τον κάνει αναμφισβήτητο παράδεισο είνε η παντοία έλλειψις ποντικών, αστυνομίας πόλεων, αγορανόμων και νόμων περί αισχροκερδείας...

Και ο Κυρ–Παναγής έκοβε και πούλαγε και πούλαγε χωρίς διατίμησι, δίχως ζυγαριά, χωρίς συνείδησι και χωρίς φόβο.

Και λεπτά, λεπτά εσώδευε με την ουρά. Χαρτονομίσματα, που εστιβάζοντο εις «γοίκους», εις παπλώματα, χάρτινα βουνά...

Και ασφάλεια, όσον δεν φαντάσθηκε ποτέ.

Ούτε κλέφτες, ούτε αστυνόμοι, ούτε τίποτε...

Και ροχάλιζε, ροχάλιζε ηχηρώς, μεταλλικώς, σαν από το στόμα του να είχεν ανοίξει μια βρύσι από λίρες και έτρεχε – έτρεχε για να γεμίζη το σπίτι του και όλον τον γύρω κόσμο, από χρυσά και φλουριά...

Εκείνη τη στιγμή, από κάτω από το κρεββάτι, που είχε κρυφθή από νωρίς, εγλύστρησε ένα λωποδύτης. Εσύρθηκε έως το κομοδίνο, πήρε το πιστόλι του κυρ Παναγή και...

  1. Κ' έπειτα τι έγινε;
  2. Έπειτα τι έγινε; Του πήρε τα λεπτά!..

Ο κυρ Παναγής είχε κλειδώσει κι' αμπαρώσει το δωμάτιο κλείνοντας τον κλέφτη μέσα...

  1. Ας είνε όμως, είπε, ας είν' η «σέσουλα» καλά. Και άρχισε πάλιν τη δουλειά του... Δηλαδή το ξυκοζύγιασμα...