Παράπονο

Ορθοσταλίζοντας στον ίσκιο του γωνιακού σπιτιού μεσημεριάτικα· διώχνοντας πού και πού τις μύγες που τούμπαιναν στα ρουθούνια· κουνώντας το χοντροκέφαλο πέρα δώθε, φιλοσοφικώτατα σκεπτόμενος και πέρνων την ζωήν, όπως αυτός ξέρει να την πέρνη, και όχι εμείς· σήκωσε μια στιγμή το κεφάλι ψηλά, ετέντωσε τα παλλόμενα ρουθούνια και εισπνεύσας την αύραν την οποίαν του έστελνε ο Θεός από τα χωράφια μακρυά γεμάτην από υποσχέσεις και από έρωτα, επί τέλους... ωγκάνισε!

Τον γνωρίζετε τον εξευγενισθέντα ανθοφόρον; Άλλοτε, είχε κοφίνια τέσσερα, οκάδες εξήντα· δέσμες κουνουπιδιών, λαχάνων, αφθονίαν των αγαθών της γης· ήξερε μόνος του το δρόμο και τις πόρτες και τους σταθμούς· ήξερε ακόμα ποιοί πληρώνουν μετρητοίς, και ποιοί βερεσέδια· ήξερε τα τρισέκια, τα σοκάκια και τις αυλόπορτες· σήμερα τα έχει εγκαταλείψει και άλλαξε δουλειά. Μήπως τόσοι δεν έκαναν το ίδιο στην Αθήνα πιάσαντες μάλιστα δουλειές η οποίες ασφαλώς δεν μυρίζουν όπως τα τριαντάφυλλα, ή πασχαλιές, και τα πολύχρωμα λουλουδάκια με την λεπτήν ευωδιά τους, τα οποία φέρνει επί της ράχεως αυτός; Μου φάνηκε πιο κορδομένος, πιο περήφανος και ιδίως πιο καθαρός, από νεοεξελιχθέντα συμπολίτην. Και οι δύο εγκατέλειψαν τους αγρούς και την ύπαιθρον χώραν, αλλά κοσμιώτερον εφέρετο και εστέκετο μη πιάνων πολύν τόπον εις την γωνίαν, αυτός· εν ω οι νεοερχόμενοι δίποδες, πιάνουν τις γωνιές και δεν αφίνουν άνθρωπον να περάση.

Αλλά... και δεύτερον ογκάνισμα αντήχησε εντονώτερον αναγκάσαν τον ξαπλωμένον σα γαϊ... ονηλάτην επί του πεζοδρομίου να ξυπνήση.

  1. Τι έχει, φίλτατε, και διαμαρτύρεται;
  2. Ξέρω 'γω. Να, ρώτησέ τον του λόγου σου!

Σε ερωτώ λοιπόν. Τι έχεις μωρέ και κλαίγεσαι; Τρως, πίνεις, δρόμο δεν πέρνεις όπως άλλες φορές. Διάλεξες την γωνιά, τον ίσκιο· κοπέλλες βλέπεις, ντεκολτέ βλέπεις. Ξύλο δεν τρως πια κι' αυτός ο ξαπλωμένος συνάδελφός σου όταν θέλει να σε ξυλίση κρατεί τριαντάφυλλο με το οποίον ως γνωστόν μέχρι τούδε μόνο Κυρίαι επετρέπετο να θίξη κανείς, και σου χαϊδεύει τον τράχηλον ή σε γαργαλά εις το άλλο άκρον. Γεμάτος από λουλούδια είσαι· ανθοστόλιστος είσαι· και τ' αυτιά σου ακόμα βγαίνουν μέσα από στεφάνους ανθέων και δάφνης και τα μπερδεύει κανείς με τις τουλίπες και τις καμπανέλλες. Γιατί φωνάζεις!

Τρίτον ογκάνισμα ηκούσθη το οποίον έλεγε καθαρά:

  1. Τι τους έκαμα και με παραγκωνίζουν, και με περιφρονούν και με ξεχνούν! Δεν είμ' εγώ που από την εποχή του Δεληγιάννη σας έτρεφε με λάχανα; δεν είμ' εγώ που η ράχη μου έφερεν επ' αυτής τας αβρότητας κάθε κυρίας, και τ' αυτιά μου δεν έχουν ακούσει όλα τα μυστικά κάθε γαϊδουροκαβαλλαρίας τα οποία μόνον οι σύζυγοι δεν άκουγαν; Δεν έδοσα το γάλα μου για λούσιμο γνωστών κυριών· και δεν έφαγα του κόσμου τις ξυλιές κατηγορηθείς δι' άσεμνα θεάματα καθ' οδόν; τέλος πάντων εγώ δεν είθμαι που τ' όνομά μου μεταχειρίζεσθε μεταξύ σας χάριν κομπλιμέντου δέκα φορές την ημέρα και όταν αποκαλήτε κάποιον διακριθέντα εν τη κοινωνία σας του το κολλάτε χωρίς να με ρωτήσετε; Γιατί με ξεχνούν;

    Άρματα θα παρελάσουν· αυτοκίνητα ανθοφόρα· σούστες λουλουδοσκέπαστες· μόνιππα ντεμοντέ, κάρρα και καρροτσίνια, φουργκόνια και ίσως και οι καταβρεκτήρες του Δήμου· η Πίτσες, η Πιτσούλες, τα Φροσάκια, η Ευρυδίκες, η Τασούλες, κάρρα, τενεκέδες, λαμαρίνες, όλα θα περάσουν, θα παρελάσουν, θα βραβευθούνε. Εγώ λοιπόν ο γάϊ... θα μείνω έξω;

  2. Φίλτατε: ακριβώς εσύ είσαι που δεν θα μείνης απέξω!

Εν τούτοις ο καρράς θυμωθείς και αποτόμως ογκανίσας και πάλιν, ετίναξε τα πέταλα... ρόδων, γιασεμιών και διαφόρων ανθέων και προέβη εις απρεπέστατον κίνημα, επισφράγισην του παραπόνου.