Φίγκαρο
Φίγκαρο 'δώ... Φίγκαρο 'κεί! Αθάνατε Μπωμαρσέ. Μάλιστα· η σύλληψις του έργου σου είνε μεγαλειώδης και ευρέθη και ένας Ροσσίνι να το αρπάξη και με την μοναδικήν μαεστρία του να κάμη ένα αριστούργημα: τον «Μπαρμπιέρη».
Από φόβο λοιπόν, να μη μας πιάσουν κ' εμάς τα δάκρυα, ας γελάσωμε λιγάκι. Αποκρηές είνε· και η αποκρηές εφευρέθησαν ασφαλώς για να γελά ο Παλιάτσος, για να πηδά ο Αρλεκίνος και δια να απιστή η Κολομβίνα. Εφευρέθησαν όμως προς τοις άλλοις για να βρίσκη δουλειά και ο Φίγκαρο.
Ο Φίγκαρο εμεγάλωσε τις δουλειές του. Από άνθρωπος του ποδιού γυρίζων δεξιά και αριστερά, μαθαίνων τα μυστικά, συνωμοτών εις βάρος συζύγων, αναποδογυρίζων την οικιακήν γαλήνην, και βράζων την τιμήν, πάντοτε επί ποδός, άνοιξε κατ' αρχάς μαγαζάκι, κατόπιν κατάστημα· και προσλαβών και Φιγκαρόνια κουρεύει, κόβει, μακιγιάρει την νέαν γενεάν.
Όσοι πιστοί και πισταί προσέλθετε!
Ω θαυμάσιε και παχύτατε σβέρκε, όστις εδέχεσο αγογγύστως τον γιακάν, από την τυλώδη χερούκλα συζύγου τρυφερού σκαλίζοντος την γην και φυτεύοντος αγκινάραν, δέξου ήδη το γαργάλισμα της Ζιλέτ, και την θωπείαν του πομπόν μετά του σχετικού πασπαλίσματος. «Κεφτέδες επασπάλιζες κυρά στο μαγερειό!».
Ο Φίγκαρο κάμνει μανικιούρ· ο Φίγκαρο κάμνει – αν αντέχει – και πεντικιούρ· ο Φίγκαρο δεν έχει ώραν να ανταποκρίνεται εις τα μπιλιετάκια τα ορίζοντα ώραν· διότι εδώ αγαπητοί δεν είνε αστεία τα πράγματα· πρόκειται να εισέλθωμεν εις αυτόν τον διαβολόκοσμον πάνοπλοι, ως άνθρωποι οίτινες εξ απαλών ονύχων, τα εκάμαμεν ροζ, καθαρίζοντες ταυτοχρόνως και πατάτες και σφουγγαρίζοντες κουζίναν και αυλήν.
Ο Φίγκαρο ήτο περίπου της εποχής της Πομπαντούρ.
Τα μαλλιά της τέως κατσιβέλλας, γνωρίζει να τα τακτοποιήση αλά Γκαρσόν, ξέρει να πουντράρη, να λούση, να στεγνώση και να πλύνη όλες τις παλιές αμαρτίες – για τις αμαρτίες μας.
Αλλά το τι γίνεται δεν είνε τίποτε μπροστά στο τι λέγεται μέσα στο θαυμάσιον σαλόνι σου φίλτατε. Συ μεν κόβεις απλούστατα μαλλιά· αλλ' εκεί εμπρός στα μάτια σου σχηματίζεται μέγα έργον κουρεμένον: η Νεοελληνική κοινωνία Αποκρηάτικη! Μακιγιαρισμένη, με μουτσούνα, πασαλειμμένη. Πάσα κουτσή Μαρία τουτέστιν, και πάντα σελέμην και λεχρίτην αποκτήσαντα συχνάτσες, μαρκησίους ποιείς.
Αγαπητέ Φίγκαρε, πρόσεξε! Κάτι μέγα δημιουργείται εις το απόκρυφον μαγαζάκι σου. Έχεις το καζάνι, και βράζεις μέσα πράγματα τα οποία θα εδίσταζε και τρίτης τάξεως μαγέρικο να βράση.
Μη μιλείς· αν και για το επάγγελμά σου θα ήτο δύσκολον. Άκουγε μόνον· άκουγε πράγματα, υποθέσεις, κρίσεις, αντιλήψεις απ' το στόμα κόσμου ο οποίος δεν συνήλθεν ακόμη· ούτε κατάλαβε τι θέλει και τι ζητά μέσα στο μαγαζί σου· και ο οποίος έως τώρα ήξευρε ότι τα νύχια χρησιμεύουν μόνον για να ξύνουν το κεφάλι, και τα μαλλιά για να πιάνονται εν βρασμώ ψυχικής ορμής.
Τους κουρεύεις και τους ροδίζεις.
Άκουγε όμως· και αν μπορέσης μεθαύριο όταν μετρών τα λιανά, ιδής ότι είνε αρκετά για να εισέλθης και συ εις κάποιον μαρκιζάτον, άφησε το ψαλίδι και πιάσε την πένναν. Θα ήσαι ο μόνος όστις ακούων, και θησαυρίζων, θα μπορέσεις να γράψης πώς εσχηματίσθη ένα καινούριος κόσμος αποκρηάτικος!
Φίγκαρο 'δω, Φίγκαρο 'κει. Κράτα σημειώσεις στο καρνέτο σου, λέγω. Το τι γίνεται και τι λέγεται κάτω από το ψαλίδι σου και τη Ζιλέτα σου δεν ακούγεται κάθε εποχή. Γράφε!