Ξέρω τους ανθρώπους μου
Όσοι πήγανε στην Πόλη όλοι γνωρίζουνε το Γενί-Τζαμί, που είναι από το Βυζάντιο μεριά, μόλις βγης απ' τη γέφυρα, αριστερά. Αυτό το Τζαμί το έχτισε ο Σουλτάν Μαχμούτ, αυτός που στις μέρες του έγινε η Ελληνική επανάσταση του 1821. Αφού αποπερατώθηκε το Τζαμί, πήγε μια μέρα ο Βεζύρης και του λέει:
- Μεγαλειότατε, το Γενί-Τζαμί είναι τελειωμένο με τη χάρη του Προφήτη και την δύναμη τη δική σας. Τώρα δεν μένει παρά να το προικήσετε.
- Το προικίζω, είπε ο Σουλτάνος, με τα εισοδήματα του τελωνείου της Αδριανούπολης.
Ο Βεζύρης απόρησε, γιατί το τελωνείο αυτό απόδιδε εκατομμύρια γρόσια, και ένα Τζαμί, με όση πολυτέλεια και αν συντηρείται, δε χρειάζεται ούτε το ένα δέκατο απ' αυτά τα χρήματα.
Νόμισε ότι ο Σουλτάνος δεν ήθελε ακόμη ν' αποφασίσει για το προίκισμα του Τζαμιού, και ότι το ειρωνεύτηκε με τον τρόπο εκείνο. Άλλαξε λοιπόν κι' αυτός θέμα ομιλίας, κέτσι λόγος δεν έγινε πια για το προίκισμα του τζαμιού.
Ύστερα από καιρό, επειδή έβλεπε πως ο Σουλτάνος έμενε αμέριμνος, ενώ το τζαμί έτοιμο από καιρό δεν άρχισε ακόμη να καλεί τους πιστούς στην προσευχή και ο κόσμος απορούσε για την άργητα, αποφάσισε να τον ξαναρωτήσει.
Μια μέρα λοιπόν που ο Μαχμούτ είτανε στα κέφια του, ο Βεζύρης του 'κανε λόγο και πάλι για τον προίκισμα του Γενί-Τζαμί:
- Μα είπαμε, νομίζω, λέει ο Σουλτάνος, πως το προικίζω με τα τελωνεία της Αδριανούπολης.
- Πολυχρονεμένε μου βασιλέα, αστειεύεσθε βέβαια· τόλμησα ν' αντιπαρατηρήσει ο Βεζύρης.
- Γιατί; Καθόλου δεν αστειεύομαι.
- Αλλά Μεγαλειότατε, τα εισοδήματα του τελωνείου της Αδριανούπολης, είναι πάρα πολλά, σχετικώς με τις ανάγκες ενός τζαμιού.
- Σας φαίνεται; είπε ο Σουλτάνος χαμογελώντας ειρωνικά.
Ο Βεζύρης δεν ξαναμίλησε.
Την ώρα που ο Βεζύρης συκώθηκε να φύγει του λέει ο Σουλτάνος.
- Βεζύρ εφέντη, σύκωσε λίγο την άκρα του «σιλτέ», που καθόσουνα και πάρε ό,τι έχει από κάτω.
Ο Βεζύρης έκανε ότι του είπε ο Σουλτάνος και ευρίσκει μια σακκούλα γεμάτη «μαχμουτιέδες», δηλαδή χρυσά φλωριά της εποχής εκείνης:
- Μέτρησέ τα, είπε ο Σουλτάνος.
Ο Βεζύρης τα μέτρησε:
- Πόσα είναι;
- Εκατό είναι μεγαλειότατε.
- Ξαναμέτρα τα.
Ο Βεζύρης τα ξαναμέτρησε και είπε:
- Σωστά εκατό, εφέντη μου.
- Είσαι βέβαιος;
- Βεβαιότατος εφέντη μου.
- Ωραία. Άκουσε τώρα. Αύριο την ώρα που θα μπαίνεις στην Υψηλή Πύλη για να πας στο γραφείο σου, μπρος στην Μεγάλη Πόρτα θα στέκαται ένας φτωχός Ντερβίς, δος του τη σακκούλα αυτή με το περιεχόμενό της.
Όταν το βράδι ο Βεζύρης κάθισε στο κιόσκι του να κάνει το βραδινό κέφι του, ύστερα από καναδυό ρακιά, που τράβηξε, θυμήθηκε τη σακκούλα με τα εκατό φλωριά και τη διαταγή του Σουλτάνου:
- Παράξενος άνθρωπος, βαλαχί, είναι αυτός ο Πατισάχ! Ένας φτωχός δερβίς τι να τα κάνει τα εκατό φλωριά; Πενήντα μονάχα θα του είναι αρκετά και με τι περιπλέον.
Έτσι τραβά και παίρνει τα μισά φλωριά από τη σακκούλα και τα βάζει στην τσέπη του. Αφού τράβηξε καναδυό ποτηράκια ακόμη, σκέφτηκε πως πενήντα φλωριά, βέβαια θα είτανε πολύ μεγάλη περιουσία για ένα φτωχό ντερβίς και θα τον έβαζαν σε φροντίδες, συμπέρανε λοιπόν πως θα του είτανε αρκετά με το παραπάνω εικοσιπέντε φλωριά μονάχα. Πήρε λοιπόν πάλι, το μισό περιεχόμενο από τη σακκούλα με τα πενήντα φλωριά και τόβαλε στην τσέπη του.
Το πρωί σηκώθηκε, έβαλε το καφτάνι του, πήρε τη σακκούλα στην τσέπη του με τα υπόλοιπα του... υπόλοιπου, εικοσιπέντε φλωριά, και μπήκε σταμάξι να πάει στο γραφείο του. Αλλά στο δρόμο του φανήκανε και τα εικοσιπέντε φλωριά πολύ ποσό για ένα φτωχό ντερβίς, κέτσι άφισε μονάχα δέκα φλωριά μέσα στη σακκούλα.
Μόλις έφτασε στην Υψηλή Πύλη είδε τω όντι μπρος στην μεγάλη πόρτα να στέκεται ένας φτωχός κακοντυμένος ντερβίς. Έβγαλε λοιπόν τη σακκούλα κουδουνιστά και με επίδειξη, και του την έδωκε.
Ο ντερβίς πήρε τη σακκούλα, έσκυψε και προσκύνησε εδαφιαίως κύστερα έγινε άφαντος.
Σε λίγες μέρες ο Βεζύρης πήγε να επισκεφτεί το Σουλτάνο.
Ανάμεσα στ'άλλα ο Σουλτάνος τόνε ρώτησε και αν εκτέλεσε τη διαταγή του για το προίκισμα του Γενί-τζαμί:
- Όχι, Μεγαλειότατε, εγώ εξακολουθώ να νομίζω ότι αστειεύεσθε.
- Ώστε το ποσόν που αποδίδει το τελωνείο την Αδριανούπολης σου φαίνεται υπερβολικό για το προίκισμα του νεόδμητου τζαμιού;
- Έτσι το νομίζω, Μεγαλειότατε.
- Ας είναι· σήκωσε τώρα και πάλι την άκρη του σιλτέ που κάθεσαι.
Ο Βεζύρης έκαμε ό,τι του είπε ο βασιλέας:
- Πάρε ό,τι εύρεις εκεί από κάτω.
Ο Βεζύρης πήρε στο χέρι του και πάλι μια σακκούλα. Την ίδια εκείνη σακκούλα, που είχε δώσει τις προάλλες στο φτωχό ντερβίς.
- Τη γνωρίζεις αυτή τη σακκούλα;
Ο Βεζύρης έγινε κίτρινος σαν κερί.
- Ναι, Μεγαλειότατε.
- Μέτρα το περιεχόμενο.
Ο Βεζύρος μέτρησε δέκα φλωριά. Άρχισε να τρέμει.
- Πόσα είνε τα φλωριά;
- Δε... δε... δέκα, Μεγαλειότατε.
- Μην ταράζεσαι. Πόσα ήταν προχτές που σου τάδωσα;
- Έλεος, Μεγαλειότατε!
- Μένε ήσυχος, σου λέω· απάντησέ μου μόνο σαυτό που σε ρωτώ: Πόσα είταν προχτές τα φλωριά;
- Εκατό.
- Α, μπράβο! Πόσο απέχει το σπίτι σου από την Υψηλή Πύλη;
- Μιαν ώρα, Μεγαλειότατε.
- Πόσο απέχει από δω η Αδριανούπολη;
- Τρεις μέρες.
- Αφού λοιπόν τα φλωριά αυτά για να πάνε σε απόσταση μιας ώρας, από εκατό που είτανε, μείνανε δέκα μονάχα, πιστεύεις πως τα εισοδήματα του τελωνείου της Αδριανούπολης, όσο που νάρθουν από κει ίσα μεδώ, θα μείνουν περισσότερα απ' όσα χρειάζονται για έξοδα του Γενί-Τζαμί; Κάμε λοιπόν ό,τι σου λέω γιατί εγώ ξέρω τους ανθρώπους μου!...
Σημ. Λένε πως ο ντερβίς εκείνος είταν ο ίδιος ο Σουλτάνος «τεπτίλ», δηλαδή μεταμφιεσμένος.