Σερπαντίνα - Κίνδυνος
Η εύθυμη παρέα των νέων πετροβολούσε με αυγά-κονφετί τους μασκαράδες του κοσμικού Κέντρου και οι διάφορες παξιμάδες που δεν είχαν ακόμη αγκαζαριστεί έρριχναν ματιές πεινασμένων γάτων στους καλοντυμένους ξενύχτηδες.
Ο σοβαρός κύριος έπεσε σαν ανορθογραφία επάνω σ' ένα τραπεζάκι γεμάτο θόρυβο κ' ευθυμία.
— Βρε καλώς το Μίμη!
— Γειά σου κυρ Κομήτη!
— Μωρέ πούσουνα κρυμμένος!
Ταυτοχρόνως δέκα αυγά κέρινα έσπασαν στο κεφάλι του και άλλες τόσες σερπαντίνες τον ετύλιξαν.
Ο σοβαρός τύπος αγρίεψε:
— Α! όλα κι όλα μα όχι σερπαντίνες, σερπαντίνες όχι!
— Τις φοβάσαι ρε Μίμη;...
— Τις φοβάμαι λέει; Τις τρέμω, μια σερπαντίνα ήταν αιτία της σημερινής σκλαβιάς μου. Περνούσα ήσυχος κι'
αμέριμνος, και αθώος από ένα δρόμο όταν από ένα μπαλκόνι ...
— Πέφτει ένα κανάτι.
— Ούτε κανάτι, ούτε κεραμίδα· κάτι χειρότερο. Μια σερπαντίνα ρόδινη, – το χρώμα της χαράς – το σύμβολο
της τρέλλας. Με τύλιξε στο λαιμό και μ' έκανε να κυττάξω ψηλά...
— Και τι είδες;
— Τη σημερινή γυναίκα μου, πέντε χρόνια νεότερη, ωραία, καλή, έναν άγγελο αποκρηάτικο. Ο χάρτινος δεσμός
ενομιμοποιήθηκε σε λίγο καιρό και έγινα... ο γαμπρός της πεθεράς μου.
— Ε! καλά κ' έχεις παράπονο!...
— Έχω λέει; Μπορούσα κ' εγώ να το κάψω απόψε μαζύ σας αντί να πηγαίνω στα σοβαρά ντάνσιγκ και στους επίσημους
χορούς πληρώνοντας τουαλέτες που με ρημάξανε...
— Μια ομοβροντία από σερπαντίνες τον τύλιξαν πάλι. Έφυγε χειρονομώντας σαν να τον είχαν ζώσει φείδια!