Ο μυστήριος με τα μονοσύλλαβα
Είχε μανία με τα μονοσύλλαβα· και κατά τη γνώμη του, ο άνθρωπος δεν έπρεπε να λέη πολλά λόγια για τιποτένια πράμματα στη ζωή αφ' ου ήτανε αρκετή μια συλλαβή να ζωγραφίση με τα πιο ζωηρά χρώματα ολάκαιρη έννοια, και να τον νιώθη ο άλλος. Γι' αυτό ήταν ο πιο λιγομίλητος της γειτονιάς, και την ώρα της δουλειάς του, και τις στιγμές του γλεντιού του και τα Σαββατοκύριακα ακόμα, μέσα στο γενικό κουβεντολόγι της παρέας.
Κρατούσε μονάχος ένα μαγαζάκι, μαραγκούδικο. Εκεί δούλευε, έτρωγε και κοιμώτανε σε δυο στρίποδα και δυο σανίδες που τάχε μόνος του πελεκήσει. Όποιος περνούσε πρωί, μεσημεριάτικα, ή απόβραδο, θα τον έβλεπε να σκεπαρνίζη, να σφυροκοπάη, να πλανίζη αμίλητος, χωρίς καν ένα τραγουδάκι, όπως οι άλλοι συντεχνίτες το συνηθίζουν. Πότε πότε· σαν να ήταν λες, γράψιμο σοφού, σχέδιο ζωγράφου, παίξιμο μεγάλου μουσουργού, σταματούσε απότομα τη δουλειά, και κυττάζοντας προς τον τοίχο με τα κρεμασμένα εργαλεία, ή όξω από το παράθυρο προς το στενό δρομάκι και προς το γαλάζιο κομμάτι τ' ουρανού που χώριζε από πάνω, φαινόταν αφηρημένος, εκστατικός σας κάτι να ζητούσε να βρη... έπειτα απότομα ξανάρχιζε το πλάνισμα, το χτύπημα, το τριβέλισμα, ξεφωνίζοντας δυνατά ένα μονοσύλλαβο... Εεέπ! Φραπ! Ντιιι...ν!
Οι άλλοι της παρέας, κ' οι γειτόνοι, κ' εκείνο, που πήγαιναν για δουλειά στ' αργαστήρι του τον είχαν συνηθίσει, και δεν παραξενεύονταν και ποτέ δεν ρωτούσαν τι να σήμαιναν άρα γε οι άναρθρες αυτές κραυγές, συνοδευόμενες από ένα ζάρωμα των φρυδιών, ένα ανασήκωμα των ώμων του.
- Μάστρο Κωνσταντή· σε ζητάν από της Στάθαινας να βάλης ένα ζεμπερέκι στην πόρτα.
- Γκελ... Γκελ! απαντούσε.
- Μπάρμπα Κώστα· ξέρεις εκείνο τ' αγγελούδι δέκα χρονών αγόρι, του Γιάννη του Μπουρνά με τα σγουρά ξανθά μαλάκια πουρχόταν καμμιά φορά και σε κύτταζε απ' το παραθύρι.... το θυμάσαι.... ε πάει στο καλό· του το πήρε ο Θεός...
Άφησε μια στιγμή το τριβέλι· κύτταξε ψηλά το γαλάζιο κομμάτι τ' ουρανού και σηκώνοντας τους ώμους είπε.
- Γκαπ – Γκοπ!
Όλοι βέβαια, όσοι τον γνώριζαν, και όσοι τον έκαναν παρέα, εμάντευαν ότι κάτι τρέχει μέσα στο μυαλό του φυσικά· αλλά καθώς ήταν γλυκομίλητος, ήσυχος, σωστός φιλόσοφος, βγαλμένος μέσα απ' τον λαϊκό εργατικό κόσμο: καθώς ούτε πείραζε, ούτε μισούσε, ούτε ιστορίες άνοιξε με κανένα· και καθώς ξώδευε ό,τι έβγαζε μην έχοντας άνθρωπο δικό του στον κόσμο, για τους φίλους και συντρόφους του γλεντιού ό,τι έβγαζε βδομαδιάτικο, κανένας δεν τον πείραζε, κανένας δεν τον ρωτούσε: Μόνο μια αόριστη φήμη γύριζε στη γειτονιά ανακρίβωτη, ότι μια φορά ήταν καλοστεκούμενος νοικοκύρης πέρα στην Ανατολή κατά τη Σμύρνη· και ότι είχε ξεμπερδέψη με μια τρεβελιά στο μελίγκι την γυναίκα του, και τον ερωμένο της. πως έπειτα έγινε ληστοπειρατής, κ' ύστερ' από χρόνια βαρυοστημένος, κι' αηδιασμένος ήρθε στην Αθήνα και ζούσε με την τέχνη του μαραγκού στο μαγαζάκι που κρατούσε πέντε χρόνια ήσυχος, τίμιος, άβλαβος και λιγόλογος!
- Μωρέ Κώστα πες μας μια κουβέντα και συ!
- Εεε...π! έλεγε μονομιάς, και σηκώνοντας το ποτηράκι το άδειαζε μια και κάτω, λέγοντας στο τέλος πάλι Ροο...π!
Πέρασε λίγος καιρός ακόμα: Μα τα πράγματα δεν μπορούσαν να πηγαίνουν έτσι και να τραβούν σε μάκρος. Τούτο ήταν μια περιφρόνησι στον κόσμο· μια πρόσκλισι στην κοινωνία, ήταν το «εγώ» ενός ανθρώπου, που αντιστεκότανε στο σύνολο και ο άνθρωπος αυτός έπρεπε να χτυπηθή ή να συμμορφωθή.
Μια μέρα λοιπόν, ο πρώτος λούστρος της γειτονιάς βαλμένος από τους συντρόφους, έβαλε την μούρη του απ' το παράθυρο και του φώναξε.... Γκοπ! Την άλλη δεύτερος του σφύριξε φσσ...σ! Την τρίτη ένας από τους φίλους πέρασε και τον καλημέρισε με ένα μακρόσυρτο ουουου...! και επειδή όλα αυτά τον έκαναν σιγά σιγά κάπως νευρικό και ταραγμένο, αλλά τον άφιναν και πάλι αμίλητο, ο πιο ζωηρός, την Κυριακή καθώς σιγόπιναν και τσούγκριζαν, του πέταξε ένα βροντόφωνο...
- Ροοο...π!
Στη στιγμή, τα μάτια του πέταξαν φωτιές· και το ποτήρι σφεντονίστηκε με φοβερή δύναμι χωρίς να λαθέψη καθόλου, ακριβώς στο μιλίγκι του συντρόφου...
Γιατί μονάχα μια λέξι, χωρίς νόημα, έτσι που ήρθε στην τύχη, στα χείλια του φίλου τον έκαμε τρελλό; Γιατί από κείνη τη μέρα, κλεισμένος πια, με τα σίδερα όξω στο τρελλοκομείο δεν κάνει άλλο από το πρωί ως το βράδυ και απ' το βράδυ ως το πρωΐ, παρά χτυπώντας δεξιά κι' αριστερά στο κελλί του τα χέρια, πόδια, κεφάλι, να φωνάζη Ρόοπ!, Ρόοπ! Ρόοπ!
Γιατί όταν μια μέρα, όταν βρέθηκε όξω κατά τύχην για άλλο πρόσωπο, κ' επέρασα απ' το κελλί του τον είδα να βάζη το δάχτυλο στο μιλίγκι του, να το στριφογυρίζει σαν τριβέλι επίμονα, και να φωνάζη, σουφρώνοντας τα φρύδια, αγριεύοντας τα μάτια, και κυττάζοντας ψηλά όξω απ' το παραθυράκι;
Ρόοοπ! Ρόοπ! Ρόοπ!
Αυτά είναι αινίγματα, τα οποία μόνος ο Πανάγαθος και Παντοδύναμος, δύναται να λύση.