Αγριοζωή
Μεταξύ Ηπείρου και Μακεδονίας, Κονίτσης και Λιασκοβικίου, γκρεμισμένα μέσα σε κάτι απότομα και άγρια βουνά, υπάρχουν μερικά χωριά, που τα λησμόνησαν θεοί και άνθρωποι.
Δεν παράγουν παρά αντάρτες, κυνηγούς και κλέφτες.
Το Κράτος εκεί δεν είνε γνωστόν, παρά από τον χωροφύλακα, τον δημόσιον εισπράκτορα και τον δικαστικόν κλητήρα.
Λίγο αραβόσιτο που καλλιεργούν, δεν φθάνη να τους ζήση. Λίγα πρόβατα, δεν αυξάνουνε ποτέ, γιατί ο ένας κλέβει τα «πράμματα» του άλλου. Τα μανδρόσκυλλά των, σαν δεν βρίσκουν άλλο τι να φαν γυρίζουν στους αγρούς και ροκανίζουν καλαμπόκια.
Τη νύχτα κατεβαίνουνε κοπάδια η αρκούδες και ρημάζουν τα φτωχά χωράφια. Οι άνθρωποι ανάβουνε φωτιές και κρούουν τενεκέδες να της διώξουν. Η αρκούδες τους πετούν λιθάρια και τους κυνηγούν. Έτσι γίνεται ένας πόλεμος ανθρώπων και θηρίων.
Έχουν γνωρισθεί τόσο καλά, που ξέρουν αλλήλων της συνήθειες και ξέρουν να προφυλαχθούν τα άγρια από τους ανθρώπους και οι αγριάνθρωποι από τα θηρία.
Εκεί ζει και ο Σπύρος Νούτσης, αγροφύλακας από το Λούπψκο, που πάλαιψε τρεις ώρες μ' ένα λύκο.
- Δεν ήταν λύκος, όπως λέει ο ίδιος, ήταν στοιχειό.
Τον είχε αρπάξει από τα αυτιά και εκυλιόντο επί δύο ώρες.
- Από κάτω ο Νούτσος, από πάνω ο λύκος, από κάτω ο λύκος, από πάνω ο Νούτσος. Γκρεμοί, λακκιές, «σκεμπέδες», βράχοι κατρακυλούσανε, σουρωμαδιόμενοι!
Δαγκωματιές ο λύκος του Νούτση, δαγκωματιές ο Νούτσης του λύκου.
Ο λύκος με τα νύχια του είχε ξεσχίσει το στήθος, τα πόδια και τα χέρια και του άφηκε κάτι κόκκινες στο δέρμα αυλακιές, που τις δείχνει ο Νούτσης σήμερα και γελάει.
- Δεν μου έμεινε, λέει, γερή, παρά μόνον η καρδιά.
Από της φωνές τα ξημερώματα ήρθαν και οι άλλοι οι τσοπαναρέοι, μα ήτανε αργά. Ο λύκος είχε σκάσει. Ο Νούτσης ερυθρός, αιμόφυρτος, σαν τυλιγμένος σε πορφυρένια του αίματός του αλουργίδα, έβανε σ' ένα σουβλί ψηλό το δέρμα του και το τριγύρισε σε όλο τ' άλλο το χωριό, που πανηγύριζαν για το εξόντωμά του.
Γιορτάζουν και χαίρονται, βλέπετε, και τα χωριά καμμιά φορά, όσο λησμονημένα και απόμερα, όσο έρημα κι' αν είναι!....