Η πρόληψις

Η πρόληψις είνε μία από τα λίαν παραδόξους εκείνας εφευρέσεις του ανθρωπίνου πνεύματος τας προωρισμένας να μας βασανίζουν, μαζί με την ώραν, τον χορόν και το πιάνο, οσάκις το έχομεν εις το επάνω πάτωμα και κατοικούμεν από κάτω, ή εις το αντικρυνόν σπίτι το οποίον έκτισε νεόπλουτος μπακάλης έχων δεσποινίδα θυγατέρα αρχίζουσαν μάθημα.

Και τα τέσσαρα αυτά βάσανα με περιστοιχίζουν. Χοροδιδασκαλείον εις το υπόγειον το οποίον εργάζεται και σαρακοστήν· δεσποινίς απέναντί μου· ρολόγι της εκκλησίας το οποίον και εις τον ύπνον μου μου θυμίζει ότι εις παν μου βήμα βαδίζω προς το μνήμα· και επί τέλους εξηκοντούτις Αδριάνα η οποία εκτελεί χρέη υπηρέτριας, μαγειρίσης, μητρός, πενθεράς, προστάτιδος ταμείου παρακαταθηκών και Τραπέζης θαλασσοδανείων ενίοτε, και ήτις είνε δεσποινίς, αρνούμενη παντελώς γάμον, και μη γνωρίσασα ούτε τας γλυκύτητας ούτε τας πικρίας αυτού.

Η Αδριάνα θα ήτο ιδανική σύντροφος αν δεν ήτο η πρόληψις προσωποποιημένη, και αν εγώ δεν ήμουν επίμονος και της έμπαινα στη μύτη. Δεν εννοεί ποτέ Τρίτην να δεχθή την πληρωμήν του μισθού της· και επομένως εγώ την αναβάλλω δια την επόμενην Τρίτην. Δύο κουμπιά λείπουν από το σακάκι μου, και δεν ράβονται ποτέ διότι εγώ επιμένω να τα ράψη επάνω μου· αυτή δε αρνείται, λέγουσα ότι δεν είμαι πεθαμένος Με το δεξιό πόδι πάντα μπαίνει το πρωΐ στην κάμαρα. Δύο Μαρτιάτικα γατιά του σπιτιού τα εξηφάνισε. Διώχνει τα περιστέρια και τον γάτον όταν ερωτοτροπεί διότι είνε γρουσουζιά· και όταν το καλοκαίρι μπήκε μια νυχτερίδα στην κάμαρη, φώναξε ιδιαιτέρως τον παπά–Φώτην και αγίασε, λιβανίσασα και θυμιατίσασα και κάτω από το κρεββάτι.

Θα ήτο μοναδικός συγγραφεύς· και θα είχε τεραστίαν κυκλοφορίαν το βιβλίον το οποίον θα συνέγραφε, εκείνος ο οποίος θα περισυνέλεγε όλας τας προλήψεις με την ιστορίαν της κάθε μιας, για να γνωρίζωμε τουλάχιστον πού οφείλομεν το βάσανον αυτό της ζωής μας. Διατί λόγου χάριν όταν του λέγουν είσαι λαμπρά εις την υγείαν σου πρέπει κανείς να λέγη «σκόρδα» ή «να χτυπά ξύλα» πράγμα το οποίον έφερεν εις ανάμνησιν νέον Ακαδημαϊκόν τον οποίον συνεχάρην ευχηθείς «καλλορίζικα» και ο οποίος μη κρατών μπαστούνι και μη ευρίσκων πρόχειρον ξύλον έφερεν εξ ενστίκτου και εξ απορίας το χέρι προς το κεφάλι και εξύστηκε! Ομοίως διατί, για να μη βασκαθή κανείς, πρέπει να τον φτύνουμε, και όταν είνε μασκαράς και παληάνθρωπος δεν τολμώμεν να τον φτύσουμε.

Ταύτα λοιπόν και διάφορα άλλα εσκεπτόμην φορών το σακκάκι μου, πάντοτε χωρίς τα δύο κουμπιά, και ομοίως σκεπτόμενος διατί ο Μάρτιος να αργή τόσον να τελειώση και να έχη τριανταμίαν· ενώ ο Φεβρουάριος είχεν είκοσι οκτώ· και εάν ο ταμίας κάνει εις την γενικήν του ταμία ή... του ταμίου, ότε ενεφανίσθη μπροστά μου... η πρόληψις!

  1. Αδριάνα... δάνειον!
  2. Είνε Τρίτη σήμερα! μου λέει

Και πληρωθείς ούτω πως με τον τόκον, έγινα και εγώ προληπτικός αναγκαστικώς, μένων οίκαδε από της παρελθούσης Τρίτης και μη γνωρίζων πότε η Αδριάνα θα άρη την στενότητα του χρήματος ή πότε επί τέλους θα την πάρη... ο διάβολος.