Καφεντάκι!
Η Γαλλική στρατιωτική αποστολή μόλις είχε φθάσει και είχεν επιληφθή του έργου της – ας μην ανησυχήση ο Στρατηγός Ζιράρ και πρόκειται περί παλαιών υποθέσεων. – Τα κόκκινα πανταλόνια και τα κεπί είχον αναμιχθή αδελφικώτατα με το χακί, το οποίον εκάλυπτε τα πάντα εντός των Στρατώνων. Οι πάντες εφιλοτιμούντο να φαίνωνται Γαλλομαθείς μέχρις αυτού του γέροντος ανθυπασπιστού Κακαβά, όστις μετά το πρωϊνόν ρόφημα, εξαιρετικώς δι' αυτόν κεχριμπαρένιο, τρικλίζων και σκαμπανεβάζων έδειχνε προς τους ξένους τας εικόνας των ηρώων της Επαναστάσεως... Λε Κολοκοτρόν! Λε Καραϊσκάκ! Λε Μιαούλ! Προγράμματα, ασκήσεις, πειθαρχία, θεωρία, τα πάντα έβαινον καλώς, και η Αποστολή εφαίνετο λίαν ευχαριστημένη με την μάζαν την οποίαν ήρχετο να διαπλάση επί το ευρωπαϊκότερον.
Εις εν όμως σημείον, ή μάλλον εις δύο, εσκαλώσαμεν.
Πάντες γνωρίζετε τι εστί μεσημεριανός ύπνος, ή τουλάχισον χουζούρι.
Το πράγμα τούτο όμως φαίνεται ότι εις την Γαλλίαν είνε άγνωστον.
Δια ταύτα, όταν ενεφανίσθην εις το πρόγραμμα Γαλλιστί γεγραμμένα και μεταφρασμένα: δύο έως τέσσαρες μετά μεσημβρίαν: Υγιεινή, περίπατον κτηνών, και λουτρόν, και, δι' όσους δεν κατεγίνοντο με τα κτήνη: μετάβασις εις Γουδί, θεωρία εν υπαίθρω, 20 Ιουλίου δύο μετά μεσημβρίαν, το παν εσείσθη, και αύται αι εικόνες των ηρώων έτριξαν, και τα κρανία παρ' ολίγον να διαρραγούν, και συσκέψεις ιδιαίτεραι εγένοντο, και αποφάσεις ελήθφησαν, και συμπεράσματα εξήχθησαν, ότι η Γαλλική αποστολή πρέπει να μάθη να κοιμάται το μεσημέρι.
Ο Κακαβάς εξεμέθυσε και διηρμήνευσε διαμαρτυρόμενος:
- Χουζούρ! Χουζούρ!
Αλλ' ως ήτο επόμενον, όσον η λέξις και αν ήτο Γαλλοφανής, απάντησις δεν εδόθη άλλη, παρά ευγενέστατον Γαλατικόν μειδίαμα, και ραντεβού εις Γκουντί!
Αυτό ήταν το πρώτον θανάσιμον πλήγμα κατά των πατρίων, εις το οποίον ο Ελληνισμός απήντησεν υπούλως επιβάλλων καθ' εκάστην αθρόας δηλώσεις ασθενείας εις τους παρόντας μέχρις ότου... ουδείς απάντησε: παρών!
Η Γαλλική αποστολή συνεμορφώθη προς τα πάτρια και τα μέλη αυτήν ηναγκάσθησαν να κοιμώνται. Τα προγράμματα εξύσθησαν· αι ώραι ήλλαξαν, τα κτήνη εκοιμήθησαν και αυτά τον μεσημεριάτικον· ομοίως και ο Κακαβάς!
Ποιός όμως αγνοεί και τον καφέν; Τμήμα στρατού ουδέποτε ταξιδεύει, οδοιπορεί, ναυσιπλοεί άνευ καφέ. Το οδοιπορικόν περιλαμβάνει δύο χάνια πάντοτε και τρία εξοχικά καφενεδάκιαν σημειούμενα και επί του Χάρτου με μεγάλην κλίμακα· και αν δεν υπάρχουν, εφευρίσκεται ο πλανόδιος παρακολουθών βήμα προς βήμα πορείας, ασκήσεις, βολήν, υποθέτω δε και σήμερον και αεροπλοΐαν και υποβρύχιον πλουν.
Εις το πρώτον λοιπόν απαντώμενον χάνι διατάσσεται Αλτ!
Έξαλλος εμφανίζεται κατακόκκινος ως κοκκινογούλι ο μακαρίτης, υποθέτω, πλέον συνταγματάρχης Λεπιντί, λαμπρός πυροβολητής, ακούραστος, ροδομάγουλος, ηλιοκαής, καπλάζων και φωνάζων Γαλλοελληνιστί πουρκοά σα; Τι τρέχει;
- Καφεντάκι! του απαντούν εκατό στόματα μαζί και διακόσια μάτια ικετευτικά τον ατενίζουν, και εκατό χέρι στρέφονται προς τον αναμένοντα και μειδιώντα ταμπήν, ο οποίος από το παράθυρο παρακολουθεί αγωνιωδώς.
Άλογο, Λεπιντί, σπαθί αστράπτον και διαγράφον κύκλους εις τον αέρα υπό την ήλιον, όλα ομού άρχισαν να περιστρέφονται μανιωδώς, και μία φωνή εκυριάρχησε των πάντων.
- Πα ντε καφεντάκι! Νο καφεντάκι!
- Πα ντε καφεντάκι; Αλλ' ανέτρεψες το σύμπαν αγαπητότατε μακαρίτα συνταγματάρχα. Η φάλαγξ στοπ! Και τα άλογα δεν εκουνήθησαν, ίσως διότι περίμεναν και αυτά καφέν βαρύ γλυκόν!
Αλλά πώς θα βαδίση Ρωμηός, εν ω από το παράθυρον του χανιού έβγαινεν εις τα ύψη το άρωμα, και εφαίνοντο εις το βάθος δέκα μπρίκια; Ο Συνταγματάρχης το έμαθε ταχύτατα, όπως το εγνώριζον ήδη και οι... ταμπήδες! και άπαντες ημείς.