Σάρρα Μπερνάρ, η Θεία Σάρρα
Από τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες. Ισραηλίτις εκ μητρός, Ελληνίς εκ συζύγου η Ροζίνα Δαμαλά.
Στας 24 Οκτωβρίου 1844, σ' ένα μικρό διαμέρισμα του υπ' αριθ. 265 σπητιού της οδού Σαιν Ονορέ στο Παρίσι, είδε το φως η μεγάλη καλλιτέχνις. Ο πατέρας της ήταν εύπορος όπως δήποτε, η δε μητέρα της – μια Ολλανδέζα Εβραία που γέννησε δεκατέσσερα παιδιά. Η Σάρρα ήταν το ενδέκατο και το μόνο που απέκτησε φήμη για την αξία του.
Στο ωδείο ενεγράφηκε με το πραγματικό της όνομα Ροζίνα, πήρε δε το δίπλωμά της (11 Αυγούστου 1862) με δύο δεύτερα βραβεία, ένα για την κωμωδία και ένα για την τραγωδία (Αντιγόνη).
Κανένας δεν την άκουσε να μιλάη για τα παιδικά της χρόνια, ίσως γιατί δεν ήτανε και τόσο ευτυχισμένα. Στριμωγμένη μέσα σε τόσα παιδιά, παραριχμένη – ένα χλωμό ασθενικό κορίτσι με ονειροπόλα μάτια και μια ρυτίδα πλάϊ στα χείλη. Η Σάρρα δεν ήταν όμορφη στα νειάτα της – ή μάλλον για να πη κανείς και το του Ουγκώ: «ήταν κάτι χειρότερο». – Και όμως ήταν κομψή, με άπειρη χάρι στις κινήσεις, γοητευτική στο βλέμμα και μάγισσα στη φωνή.
Με την πρώτη εμφάνισί της κατέκτησε το Παρισινό κοινό, έγινε δε πάταγος όταν ο στενός φίλος της Ρισπέν εγκατέλειψε την γυναίκα του και πήγε στην έρημο της Σαχάρας εξ αιτίας της. Η φήμη για το γενονός αυτό δεν έβλαψε την καλλιτέχνιδα. Άλλως τε επεζήτει τότε την κακολογίαν. Όλοι μιλούσαν για το πολυτελέστατο φέρετρο μέσα στο οποίο κοιμώτανε και έγινε αρκετός θόρυβος πάλι όταν μια μέρα έκανε το γύρο της Γαλλίας μέσα σ' ένα αερόστατο με γνωστό ζωγράφο φίλο της.
Όταν διεφώνησε με τον Αιμίλιο Περέν γιατί δεν εδέχετο να παίξη το ρόλο της Κλορίνδης στην «Τυχοδιώκτιδα» του Ωζιέ και έφυγε για τη Νέα Υόρκη, το Παρίσι έγινε ανάστατο. Ο σταθμός του Αγ. Λαζάρου παρουσίαζε το θέαμα που παρουσίαζε όταν έφευγαν βασίλισσες. Μέσα σ' ένα σωρό από ανθοδέσμες συγκινημένη φιλούσε, φιλιότανε, έκλαιε, γελούσε κρατώντας στο πλάϊ τον αγαπημένο της Μαυρίκιο – το γυιό της – ένα εξάδελφο και τον ζωγράφο Κλαιρέν.
Ο γυιός της δεν ήτανε παιδί γάμου, τον ελάτρευε όμως και τον έδειχνε ακόμα και στην πρώτη της επίσκεψη στο Πουριτανικό Λονδίνο ως παιδί της. «Αν τον χάσω ποτέ θα σκοτωθώ», έλεγε στους φίλους της.
Τι όμορφη και χαρούμενη ήτανε στο γάμο του. Νόμιζαν όλοι πως εκείνη ήταν η νύφη.
Εκέρδισεν εκατομμύρια, εξόδευε όμως πολλά για τους συγγενείς της τους οποίους διατηρούσεν όλους, εκτός από την αδελφή της Ιωάννα, ηθοποιόν μετρίας αξίας αυτήν. Η μεγάλη της φιλοξενία εδημιούργει πάντοτε ένα κύκλον παρασίτων γύρω της.
Ήταν ζωγράφος, γλύπτρια και δραματική συγγραφεύς. Έγραψε και μια σειρά ποιημάτων. Ο Βέλγος ζωγράφος Στίβενς της έδωκε μαθήματα καθώς και ο Μπαστιέν Λεπάζ. Πλάϊ από το ατελιά πούχε σπήτι της, μέσα σ' ένα μεγάλο κλουβί κρατούσε δύο μικρούς λέοντας που τους άφηνε συχνά να παίζουν σαν γατάκια μέσα στο σαλόνι της για να διασκεδάζη με τον φόβο των επισκεπτών. Το σαλόνι της επί 40 χρόνια ήτανε το κέντρο όλων των μεγάλων φυσιογνωμιών της Γαλλίας και του κόσμου. Είχε μιαν αυλή από φίλους· οι Ροσβάν, Ρισπέν, Ζαμακουά, Μαντές, Μορώ, Σιλβέστρ, Ουάϊλδ ήταν εκεί συχνά περνώντες λίγες στιγμές κοντά της. Μόνον ο Σαρδού δεν πήγαινε. Είχε την αξίωση να πάγη εκείνη στο Μαρλύ να τον βρη οσάκις τον ήθελε. Και η Σάρρα ευγνώμων γιατί αυτός την έκανε δημοφιλή, πήγαινε και τον εύρισκε.
Στην Αμερική απέφευγε τους ρέπορτερ.
— Θαρρούνε πως δεν έχω ψυχή κι' όλο για τις συνήθειές μου μ' ερωτούνε. Κανένας για την τέχνη μου.
Κι' όταν μια νένα την ηρώτησε τι χρειάζεται για τη σκηνή της είναι:
— Πρώτα μια όμορφη φωνή κ' έπειτα... αίσθημα.
Εάν η Σάρρα δεν ήταν μύστις της τέχνης θα έπεφτε από την υπερευαισθησία της όταν έπαιζε. Αλλά στις τραγικώτερες στιγμές η Τέχνη της την εκρατούσε στο υψηλό επίπεδο που έπρεπε. Είχε περίεργες συμπάθειες και τρομερές αντιπάθειες κάποτε. Δεν υπέφερεν έναν γνωστόν ιατρό που την εθαύμαζε.
— Θα με δηλητηριάση καμμιά μέρα, έλεγε, το ξέρω.
Ήταν θαυμάσια μια μέρα που ηθέλησε να ετοιμάση μόνη της μια ομελέττα για φίλους. Πώς χτυπούσε τ' αυγά... Νόμιζες πως έπαιζε στην τρίτη πράξι δράματος. Ο τρόπος με τον οποίον τα έσπασε ήτανε τραγικώτατος. Οι κριτικοί όμως του... γεύματος βρήκαν το αποτέλεσμα πολύ ορεκτικό.
Εργατική όσο καμμία. Στιγμήν δεν έχανε. Όλες οι ώρες της για την Τέχνη. Έφτυνε αίμα και όμως έλεγε: «Δεν πειράζει, δουλειά, δουλειά!»
Και όταν ακόμη έμεινε μ' ένα πόδι, έπειτ' από εγχείρηση, εννοούσε να μην εγκαταλείψη την αγαπημένης της σκηνή.
Ήταν πάντα ευγνώμων στον Ροστάν που της έσωσε κάποτε τη ζωή από τα κύματα κοντά στην Μπελίλ.
Με τον σύζυγό της τον Έλληνα Δαμαλά, δεν ήτανε ποτέ ευτυχισμένη. Άπιστος, αγνώμων και πολυέξοδος. Όταν ασθένησεν αυτός – αν και την είχε εγκαταλείψει για μια άλλη ηθοποιόν, – η Σάρρα τον περιποιήθηκε στι τελευταίες του στιγμές και τον έκλαψε σαν ερωμένη.
Για κείνους που την εγνώρισαν στις δόξες της, η γυναίκα αυτή ήταν ανώτερη από κάθε άλλη στον κόσμο της Τέχνης. Τα χρόνια εμάραναν την έκφρασή της, κούρασαν τη χάρη της, χάλασαν την υπέροχη φωνή της, δεν της πήραν όμως τη θέληση, την αγάπη, το αίσθημα για την Τέχνη.
Θα περάσουν κι' άλλες από τη σκηνή, θάρθουν νέες δυνάμεις στην Τέχνη, η θεία όμως Σάρρα θα μείνη υπέροχη, μόνη, αυτοκρατόρισσα, γόησσα, θεά. Υπήρξε και θα είνε μοναδικό μοντέλλο εις την ιστορία του θεάτρου.
Σημειώσεις
Ο Σύλβιος είχε μεταφράσει το θεατρικό «Το παιδί του άλλου» της Σάρα Μπερνάρ, το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Ζωή το 1920 (βλ. Πύλη για την ελληνική γλώσσα).
Βλ. και άρθρο στην Ελληνική Βικιπαίδεια για την Σάρα Μπερνάρ.