Πώς εσώθη το χωριό

Παραμονές απόκρεω.

Οι χωρικοί κατέβηκαν στην πόλι, της επαρχίας την πρωτεύουσα, για τις αποκρηάτικες προμήθειες και η γυναίκες «σιγύριζαν» τα σπίτια, καίουσαι τους φούρνους, ετοιμάζουσαι τις πήττες, όταν εισήλθεν στο χωριό το υπό τον Ντούλαν το Καραφωτιάν, λοχίαν των ευζώνων, φεσοφορούν και φούντο κόσμητον στρατιωτικόν απόσπασμα.

Καθώς συνείθιζε ο λοχίας, μετέβη να κονέψη στο σπίτι του Προέδρου της Κοινόνητος, και οι άλλοι στρατιώται στα άλλα σπίτια του χωριού.

Ο Πρόεδρος απουσίαζε και αυτός εις την πολίχνην, εις δε το σπίτι η σύζυγός του Αργυρώ, μια στρογγυλή και δροσερή και κρουστή σαν κραμβολάχανο, χωριάτισσα, εζύμωνε, σκυμμένη εις την σκάφην, κοκκινισμένη, αναμμένη και λιγουριαστή από την πάλην της με το ζυμάρι.

Όλαι αι σφριγηλαί στρογγυλότητες του σώματός της ανεπάλλοντο προκλητικά εις κάθε κίνημά της και έτρεμαν και εκινούντο ερεθιστικώς, δια τον δύσμοιρον Ντούλαν. Το αίμα του ανέβρασεν, ησθάνθη κάτι ν' ανεβαίνει στο κεφάλι του, και τα μάτια του άρχισαν να θαμβώνουν. Το μέτωπό του έκαιε και τα χέρια του ήσανε κρύα. Μια ησυχία ηδονική εβασίλευε στο σπίτι και δεν ηκούετο παρά το «γλύτσισμα» της ανακατευόμενης ζύμης, που του εφαίνετο σαν βροχή κρυσταλλόηχων φιλημάτων, που εκελάϊδιζαν εκεί.

Σηκώθηκεν απάνω ωσάν να τινάχτηκε και άρχισε να βηματίζη στο δωμάτιο στρίβων το μουστάκι του και μονολογών μεγαλοφώνως:

  1. Μωρέ τι έχ' να γίνη! Τι έχ' να γίνη! Και θ' αργήση νάρθη ο άνδρας σου;
  2. Κάνα δυό ώρες!
  3. Τι έχ' να γίνη μωρέ, τι έχ' να γίνη!...

Η Αργυρώ ανησυχήσασα έστρεψε το πυρωμένο από το σκύψιμο και την έντασι του ζυμώματος πρόσωπό της, νοτισμένο, σαν αχνιστή φρατζόλα, που βγαίνει ζεστή, λαχταριστή, μοσχοβολημένη από την φωτιά!...

  1. Τι θα γίνη κυρ λουχία;

Ο Ντούλας ο Καραφωτιάς, σαν να μην άκουσε την ερώτησι, σαν απορροφημένος από τις σκέψεις του, σαν απαντών στον εαυτό του, εξακοολυθούσε να διασκελά σαν θηρίο το δωμάτιο και να μονολογή, στρίβων το μουστάκι του με νευρικότηλα μεγάλη:

  1. Μωρέ τι θα γίνη!... Μωρέ τι θα γίνη!...

Η προεδρίνα ανησύχησε:

  1. Για το Θεό, καπετάν Ντούλα, τι θα γίνη; Έκαμε τίποτα ο άνδρας μου;
  2. Ποπώ, τι θα γίνη· μωρέ, τι θα γίνη!...
  3. Αν πιστεύης Θεό κυρ λοχία, πιάστηκε η ψυχή μου, τι θα γίνη;
  4. Τι θα γίνη λέει; Να. Θα χαθή τόσος κόσμος άδικα και το χωριό μαζί! Θα κολυμπήσουμε στο αίμα!...

Η Αργυρώ έμεινε ξερή, με τα χέρια ανοιχτά, που τρέχανε «χαμούρια».

  1. Χριστός και Παναγιά σου, κυρ λοχία, γιατί τέτοιο κακό;
  2. Γιατί, είπες; Να γιατί! Εγώ τώρα θα σε φιλήσω, συ θα το πης του άνδρα σου, όταν θα 'ρθη, θα θυμώσει και θα μου ριχτή... Εγώ θα τον σκοτώσω... Θα τρέξη το χωριό, θα τρέξουν κ' οι ευζώνοι... Θα γίνει πόλεμος σωστός... Θα χαθή κόσμος και κοσμάκης... Θ' ανάψ' το πελεκούδι, θα καή ο τόπος, θα γίνη στάχτη το χωριό... Φαντάσου τι θα γίνει!...

Κ' η καϋμένη Αργυρώ, σκουπίζουσα τα χέρια στην ποδιά της:

  1. Μα, αν είνε έτσι κυρ λουχία, δεν το λέω η κακομοίρα εγώ, του άντρα μου.