Έκθεσις.... ζωγραφικής
Έφυγα από το σπήτι μου με την πρόθεση να επισκεφθώ μιαν έκθεσιν ζωγραφικής κάποιου καλού μας καλλιτέχνη, όταν... ο φίλος που συναντούμε στο δρόμο για να μας αλλάξη το πρόγραμμα – όταν δεν μας αλλάζη τον αδόξαστο με τη λίμα του – με παρέσυρε σ' ένα φιλικό τσάϊ.
Δεν είχα παράπονο. Κόσμος εκλεκτός, από εκείνον που ονομάζομε συνήθως: καθώς πρέπει, σαν να είνε: καθώς δεν πρέπει, όλος ο άλλος κόσμος, μουσική της εποχής – δηλαδή ρυθμού... κουζίνας (λέγε τζαζ), κορίτσια ωραία χάρις στη ράφτρα που... τάγδυσε και τον κουρέα που τα... ξύρισε, γλυκίσματα, τσάϊ, το τραγούδι της κόρης της οικοδεσποίνης, το οποίον ευρήκαμε θαυμάσιο όπως τα γλυκά της και η απαγγελία νεαρού ποιητού, ο οποίος έκρινε απαραίτητο να μας σερβίρη κι' αυτός τα προϊόντα της φαντασίας του με ύφος ηθοποιού του 19 αιώνος και χειρονομίες μαινόμενου Αίαντος.
Επεράσαμε θαυμάσια. Εκείνο όμως που απεκόμισα από την ωραία μου αυτήν απογευματινή ήταν ότι το πρόγραμμά μου δεν άλλαξε καθόλου αλλά μάλλον είχε κάποια ποικιλία. Ήμουν σ' έκθεση ζωγραφικής με έργα ζωντανά μάλιστα. Τι αυτοπροσωπογραφίες θαυμάσιες με χείλη κεράσια, με μάγουλα τριαντάφυλλα, με μαλλιά χρυσάφι. Τι έξοχο παστέλ εκείνη η πουδραρισμένη ξανθούλα και τι ακουαρέλλα έξοχη εκείνη η μελαχροινή! Πόσο καλά ήξεραν τη χρήσι του πινέλλου, του οξυζενέ, του ραιζέν-μπιζού του νουάρ Εντιέν και όλων των ειδών της διακοσμητικής τέχνης. Μια κυρία φωτοσκιασμένη από το ρόδινο αμπαζούρ και ενός ηλεκτρικού μου έκανε την εντύπωση πίνακος Ρέμπραντ.
Υπήρχαν και δύο Νατρ-Μορύτ, δύο γεροντοκόρες που προσπαθούσαν να δώσουν χαμόγελο ζωής εις την νεκράν φύσιν των.
Μου ερχότανε να πω φεύγοντας στην κυρία του σπιτιού:
— Σας συγχαίρω για την ωραία συλλογή σας κυρία μου. Σωστό Σαλόνι, δεν λείπουν ούτε τα εξπρεσσιονιστικά έργα
απόψε με τη δική μου παρουσία!