Η ταβέρνα του Σαντορινηού

Ήταν όμορφα σκαρφαλωμένη σα φωλίτσα πετροχελιδονιών, εκεί ψηλά κατά τα τελευταία σπίτια προς το Κάστρο, η ταβέρνα του Σαντορινηού.

Εκεί τέλειωναν και τα μαρμαρένια σκαλάκια του ανηφορικού σοκακιού που έφερνε ολόϊσα από το δρόμο τον πλατύ κάτω, ίσαμε του Ριζόκαστρου τα τελευταία χαμόσπιτα. Η Αθηνέικη παληά βρύση με την χαριτωμένην αψιδωτή μαρμαροσκαλιστή καμπύλη και την λεοντοκεφαλή, εστέκονταν ξερή πια και από καιρόν αδρόσιστη· ο κισσός που την περιτριγύριζεν είχε χλωμιάσει, και το πολυτρίχι αποξεραμένο, είχε πεταχτή με το ίδιο το χέρι του Μανώλη του Σαντορινηού.

  1. Πήγαινε κακόμοιρο. Στέρεψε η βρύση. Κοντέβουμε να στερέψουμε κ' εμείς εδώ πέρα! Δέκα βαρέλια έβαζα άλλοτες· έξη έγιναν! Τέσσερα! και φέτος δυο μονάχα!
  2. Μη κακομελετάς κυρ Μανωλιό. Έχει ο Θεός.
  3. Αμ' τι να κακομελετάω, Χριστιανέ, δε βλέπεις: Μπύρα σου λέει ο άλλος· κι' ο μεροκαματιάρης μπύρα· κι' ο σκουπιδιάρης, κι' αυτή η κουτσή Ζωΐτσα η κλησάρισσα την άφησε την ευλογημένη τη σπιρτόζα τη Μεσογείτικη. Τ' άφισε και το Σαντορινηό, και τόριξε στο... παληοζούμι! Ανάθεμά το που τόφεραν οι Βαβαρέζοι!

Νάτο κι' αυτό το καταραμένο· ως εδώ πάνου ανέβηκε. Νύχτα μέρα κουβαλά κόσμο, παρέες, γλέντια, λαθρεμπόρια όλοι εκεί μέσα στη μπύρα σου λέει ο άλλος... Πεθαίνουμε τ' αδέρφι... Πεθαίνουμε!

Τι να του ειπή κανείς, και τι να τον παρηγορήση; Η Ταβέρνα πέθαινε, και αργοπέθαινε, και στέρεβε, όπως στέρεψε κ' η γειτονοπούλα της η βρύση. Κι' ο Μανωλιός μαραινόταν όπως μαράθηκε ο κισσός.

Είχε δίκηο. Οι Μπενζίνες χάραζαν δρόμο ως εκεί πάνω. Κάθε βράδυ, τα πολύχρωμα φαναράκια λαμπύριζαν από μακρυά προσκαλώντας τον κόσμο· και οι νότες μιας θεότρελλης ορχήστρας έφθαναν ως κάτω στον κεντρικό δρόμο. Η δόξα της ταβέρνας, ο γιαρές, ο αμανές και το γλυκό σαντούρι, είχανε σβύσει από καιρό. Οι πελάτες έφευγαν κι' αραίωναν ένας ένας, ως που κι' ο τελευταίος πια, βρήκε καλλίτερο το μαυροζούμι, από την ξανθή· τα λαμπερά πολύχρωμα φαναράκια από τον τενεκέ τον κρεμαστό με την ασετυλίνη που βρωμούσε· και τις νότες της καινούριας ορχήστρας πιο γλυκές από τις λιγομάρες του σαντουριού.

Ο Μανωλιός, είχε το πείσμα του· και στη Ζωΐτσα, την κλησάρρισσα της Αγίας Άννας που περνούσε κούτσα-κούτσα και τούλεγε...

  1. Αμ δεν την κλείνεις πια χριστιανέ. Χαΐρι και προκοπή δεν κάνει πια. Ο κόσμος θέλει μπύρα, ξύπνησε, πολιτίστηκε, κακόμαθε πια. Τι να τα κάνει τα παληοσκαμνιά σου... Αυτός απαντούσε:
  2. Άϊντε, γρηά κουτσάβλω! Εδώ θα πεθάνω μωρή, σιγοπίνοντας τη κεχριμπαρένια μου. Μονάχος. Ένα ξερό κορμί είμαι... εγώ δεν την απαρνιέμαι σας και σας.

Λοιπόν, κανένας δεν ερχότανε πια. Το δυο βαρέλια στεριωμένα στον τοίχο, στα πάτερά τους, έμεναν γεμάτα, και οι πύρροι κατακίτρινοι καινούριοι, έδειχναν πως δεν τους άνοιγαν συχνά. Αράχνες ήρχισαν να πλέκουν τα υφάδια τους τριγύρω, και η σκόνη μαζεύτηκε στρώμα στα βαρέλια, στα σκαμνιά, στα τραπεζάκια, και στο τεζάκι. Ο τσίγκος εσκούριασε, και τα ποτήρια θολά και σκονισμένα στη γραμμή, περίμεναν άδικα το χέρι που θα τα χαϊδέψη, και τα χείλια που θα πιπιλίσουν το γύρο τους, και τη γλώσσα που θα πλατάγιζε ύστερα με την απόλαυση, σαν ένα ευχαριστώ για την ευτυχία που χάριζαν! Απ' όξω το δρομάκι ακατάβρεχτο, σκονισμένο· ένα δυο καδρόνια σάπια από την παληά κρεβάτα της κληματαριάς κρέμοντας από πάνω έτοιμα να πέσουν· μια τρίποδη καρέκλα πεταμένη στη γωνιά· ένα ξεβαμμένο και γδαρμένο τραπεζάκι με μια γλάστρα ξερού βασιλικού, κι' ένας μπάγκος γυρτός, ακουμπισμένος στον τοίχο...

Κι' ο Μανωλιός με το πείσμα του, μονολογώντας και μουρμουρίζοντας – δεν την κλείνω... δεν την κλείνω... μη βλέποντας νάρχεται κανένας, νοιώθοντας τα δυο βαγένια του σα να του σιγολένε –Τι μας κρατάς έτσι απείραχτα; και τα ποτήρια –γιατί δε μας φιλείς κάνεμ' εσύ; Και τους πύρρους να τραγουδούν –Πιάσε μας· σφίξε μας· κάνε μας να τραγουδήσουμε, να σφυρίξουμε... ο Μανωλιός άρχισε να πίνη μόνος του και να μονολογή και να τσουγγρίζη με τον ίδιο τον εαυτό του –Εβίβα· καλή καρδιά! Το πρώτο! –Εβίβα· όξω λύπες, το δεύτερο. Τρίτο· τέταρτο· όλο τ' απόγιομα στην αρχή, κ' ύστερα και το πρωΐ: απ' τα ξημερώματα ως την ώρα που ξάπλωνε φαρδύς πλατύς με μια χρωματιστή μπαντανία στον μπάγκο όξω από την πόρτα, κλείνοντας έτσι την εμπατή σα νάθελε να φυλάξη το θησαυρό.

Μια βραδειά, έτσι καθώς ήταν ξαπλωμένος, πιωμένος πλειότερο από κάθε άλλη φορά, το κεφάλι του άρχισε να γυρίζη ακράτητο· και μέσα του να περνούν μονομιάς σαν αστραπές όλες οι παληές θύμησες. Παιδάκι με την ποδίτσα στην παρακάτω ταβέρνα πούκλεισε κι' αυτή· έπειτα με το λιγοστό κομπόδεμά του ν' ανοίγη τούτη, σαράντα χρόνια πριν. Όλο κοκκινοβαμένα σκαμνιά, τραπέζια, παραθύρια, τεζάκι, βαγένια. Ολοπράσινη η κληματαριά από πάνω στο δρομάκι· δροσερά καταβρεγμένο το κατώφλι: Βασιλικοί και Λουΐζες σε κάθε τραπεζάκι απάνω. Οι περιπλοκάδες να πνίγουν τα παράθυρα και την πόρτα με την πράσινη στολή και τις μαβιές καμπανέλες, κ' η πετροπέρδικα στο καλαμωτό κλουβί της να βγάζη την κόκκινη μύτη κ' έπειτα να το λέη... να το λέη με την αυτή, μόλις ξεμύτιζε το χάραμα. Έπειτα τα βράδυα και τα δειλινά, και τα Σαββατόβραδα οι λεβέντες της γειτονιάς και το κρυφοτήραγμα απ' τα παραθυράκια και τις γρίλλιες: –Τι τρέχει μωρέ; –Στην ταβέρνα του Σαντορινηού το βροντάνε!

Και γύριζαν και στριφογύριζαν οι θύμησες, άλλες στη γραμμή κι' άλλες ανακατεμένες ίσαμε την ώρα που όλα εθάμπωσαν, εθόλωσαν κ' έγιναν ένα, μέσα στο ταραγμένο μυαλό του... Το πρωΐ πρώτη πρώτη η Ζωΐτσα η κλησάρισσα πηγαίνοντας να σκουπίση και σιγυρίση στην Αγία Άννα – μεγάλη της η χάρη – είδε παράξενα το Μανωλιό τυλιγμένο στην μπατανία να κοιμάται ακόμα! Αλλά κάτω στο χώμα και κάτω από το μπάγκο!

  1. Ξημέρωσε Μανωλιόοο...

Μα κανένας δεν της αποκρίθηκε! Όταν χτύπησαν τα δυο βαγένια απ' όξω, αντηχήσανε με βοή θλιβερώτατη, άδεια και τα δύο, ίσαμε το σώσμα: Η μικρή ταβερνούλα είχε στερέψει σαν την αντικρυνή μαρμαρένια βρύση! Ο κισσός σωριάστηκε κάτω στη γούρνα της, πίνοντας την τελευταία σταλίδα της· κι ο Μανωλιός στο κατώφλι της ταβέρνας του ρουφώντας την ύστερη σταλαγματιά!