Το παγωτό του κυρ Δήμαρχου

«Σεινάμενος, κουνάμενος» ήρθεν ο κυρ Δήμαρχος εις την Αθήνα. – Καλοκαίρι, ζέστη και κακό. – Τον κάλεσε ο κυρ Βουλευτής, να τον συστήση εις τον υπουργό του, ως «στύλον και υποστηρικτήν του κόμματος». Τρακόσιους ψήφους τους είχε «μονοκούκι».

  1. Ούτε ένας δεν του έφευγε....

Ήταν η παληά εκείνη εποχή, που την υβρίζαμ' όλοι και που έπεφτε μια Κυβέρνησις, για έναν υπεράριθμο κλητήρα της Βουλής....

Τότε κάθε άνθρωπος είχε την ατομικότητά του, ο κάθε ένας ήταν σεβαστός, και ο κυρ Δήμαρχος του Δήμου Οινεώνος ήταν Δήμαρχος σωστός, όσο μικρό κι' αν ήταν το χωριό του.

Ο κυρ βουλευτής τον δέχτηκε, ο υπουργός τον έβαλε και κάθησε κοντά του. Τον «εσεργάνισε» ο γυός του βουλευτού για να θαυμάση την Αθήνα, τον ανέβασε εις την Ακρόπολι, όπου δεν ημπόρεσε να καταλάβη γιατί εκείνοι οι παληοί, έφκιαναν τόσο μεγάλα πέτρινα..... παλούκια!

  1. «Στρούγγα» το είχανε εδώ;
  2. Όχι: ναόν της Αθηνάς Παρθένου.
  3. Α! τα κορίτσια τότε τα μανδρώνανε!

Τον πήγε και στο καφενείο.

Είδε στου Ζαχαράτου κόσμο να κάθεται ακίνητος.

  1. Τι είνε εδώ πέρα! ανθρωποσταληό;
  2. Όχι: «Κέντρον».

Καθήσανε σ' ένα τραπέζι.

  1. Τι θα πάρετε κυρ Δήμαρχε;

Τι να πάρη!

Μήπως έβλεπε τίποτε εμπρός!

  1. Ζητήσατε ό,τι θέλετε, και θα σας φέρουν.
  2. Ό,τι θέλω;
  3. Ό,τι θέλετε.... Από όλα έχουν.

Αυτός ήθελε... Θα ήθελε πολλά. Θα ήθελε τόσα που του λείπανε, και τόσα που έβλεπεν εμπρός του!... Εκείνη π.χ. η χονδρή, που κάθεται «καρσί» του και τον κυττάει τόση ώρα, μέσ' στα μάτια του, σαν να του έρριχνε την λύσσα!... Κ' εκείνη που είνε κάτω με τα κόκκινα που τα μάγουλά της είνε σαν να τάτριψες με κόκκινο πιπέρι!.

Πολλά ήθελ' ο λυρ Δήμαρχος... αλλά τα δίνουν όλα;

  1. Και ο κύριος; τον διέκοψεν έξαφνα το γκαρσόνι.
  2. Ένα παγωτό.
  3. Και σεις;

Ο Δήμαρχος δεν ήξερε τι να πη. Δεξιά, αριστερά του, όλοι ζητούσαν «παγωτό».

  1. Πάρτε ένα παγωτό, του είπε ο γυός του βουλευτού.
  2. Ένα παγωτό, είπε κι' αυτός, μη ξέροντας τι άλλο να διατάξη.

Του το έφερεαν με ένα κουταλάκι. Πρώτη φορά έβλεπεν και άκουγεν ο άνθρωπος τέτοιο πράμμα!...

  1. Ωραίο είναι, είπεν ο γυός του βουλευτού.

Έκοψε και ο Δήμαρχος μια κουταλιά μεγάλη και την έχωσε στο στόμα του, μα έμεινε με ανοιχτό το στόμα! Παρ' ολίγο να πέσουνε τα δόντια του:

  1. Ανάθεμά σ' Αθήνα!

Εκείνη τη στιγμή, περνούσε το γκαρσόνι.

Ο Δήμαρχος του φώναξε:

  1. Πιδί!... Πιδί!... έλα εδώ ουρ' πιδί!
  2. Διατάξτε.

Και ο Δήμαρχος τείνοντας το πιατάκι με το παγωτό:

  1. Πάρ' το, σε παρακαλώ, να το ζεστάνης λίγου!...