Το κρεββάτι

Οι άνθρωποι με φιλοξένησαν όσο μπορούσαν καλύτερα· μούδοσαν την πιο προσηλιακή κι' αερική κάμαρα, τα καθαρότερα μεταξοσέντονα και τα νυφιάτικα στρωσίδια, όπως συνηθίζεται στην επαρχία και τα χωριά. Ύστερα από τον βραδυνό καφέ μ' οδηγήσανε στην κάμαρα για ύπνο· μου άναψαν το σπαρματσέτο, και με καλονυχτήσανε.

Αν και όλα τριγύρω ήταν πεντακάθαρα, και παντού μύριζεν ο ρουχισμός λεβάντα, και τα κρεββατοστρώσια μοσκοβολούσαν απ' τη μυρωδιά μπουγάδας· αν και ήμουν κατάκοπος και τα μάτια μου μισόκλειναν χωρίς να θέλω, μόλα ταύτα μια ακατανίκητη αντιπάθεια μ' έκαμε να μη θέλω να ζυγώσω το κρεββάτι. Ένα από κείνα τα παληά σιδερένια συνηθισμένα κρεββάτια, που πουλούσαν τα κρεββατάδικα της Αθήνας, μια φορά.

Ξαπλώθηκα σε μια πολυθρόνα ντυμένος, και χωρίς να το νιώσω βρέθηκα σε λίγο σε μια κατάστασι που ούτε κοιμισμένος ούτε ξυπνός ολότελα είνε κανείς. Τα μάτια μου μισοανοιχτά είχαν καρφωθή στα σίδερα του κεφαλιού του σιδερένιου κρεββατιού, που στη μέση του μέσα σ' ένα ολοστρόγγυλο ολόγιομο σιδερένιο μενταγιόν, ήταν ζωγραφισμένος ένας άγγελος, μ' ανοιχτά τα δυο φτεράκια. Τι μανία είχαν οι παλαιοί να ζωγραφίζουν αγγέλους στα κρεββάτια, απάνω απ' το κεφάλι τους; σε μέρος ακριβώς που ο διάβολος παίζει το μεγαλύτερο ρόλο;

Καθώς τον κύτταζα λοιπόν, αυτός σιγά-σιγά άρχισε να με βλέπη με τα καταγάλανα μάτια του και με τα ρόδινα παχουλα μάγουλα που είχαν ξεβάψει λίγο απ' την πολυκαιρία. Γάλι-αγάλι τα κόκκινα χείλια του σάλεψαν· ανοιγόκλεισε το μικρό στόμα, και μου φάνηκε πως άρχισε να μιλή.

  1. Με βλέπεις εμένα; Κύτταξέ με καλά. Είμαι ο άγγελος του κρεββατιού. Μ' έβαλαν εδώ για να προσδέχουμαι και να παραλαβαίνω όσους έρχονται στον κόσμο. Είδα καμμιά τριανταριά· και σε κάθε ερχομό, τίναζα τα φτερούγια μου από πάνω τους· είδα ν' ανοίγουν τα ματάκια τους και να βγάζουν την πρώτη φωνούλα. Κάτι ξέρω από ψυχές. Από πάνω ψηλά κατεβαίνουν ελεύθερες καθώς πετούν κι' αμέριμνες, κ' έρχονται και φυλακίζονται στα μικρά κορμάκια. Η πρώτη τους δουλειά είνε να κλάψουν. Μα είνε πια αργά: την έχουνε πάθει. Μου λένε να τις φυλάξω· και να τους δείχνω. Από κει και πέρα θολούρα, και καταχνιά και πάχνη. Μήτε εγώ δεν ξεχωρίζω τίποτα. Μικρούληδες, πριν πέσουν να κοιμηθούν, κάνουν την προσευχή του ψηλά, κατεβάζουν ύστερα τα μάτια και κοιτάζουν και μένα. Όταν μεγάλωναν μ' έβλεπαν αδιάφορα. Τελευταία ξαπλώνονταν πάλαι για καλά, και τότε, πότε-πότε στρέφαν τα θολωμένα μάτια τους και κάτι μου ζητούσαν. Πώς τις γνώριζα τις ψυχούλες όταν φυλακίστηκαν για πρώτη φορά, και σε τι χάλια τις έβλεπα τώρα μαραμένες, πικραμένες, ανήσυχες· και με ρωτούσαν. Πού πάνε; Ξέρω κ' εγώ πού πάνε; Κατέβηκαν καμμιά τριανταριά κ' έφυγαν ως τα τώρα άλλες τόσες. Άλλες κάθησαν λιγώτερο, άλλες περισσότερο στη φυλακή. Ένα ξέρω μονάχα· ότι μπαίνουν μέσα στο κλουβί ελεύθερα πουλάκια, και όμως καμμιά δε θέλει πια να βγη. Άκουσέ με· δε γίνεται πιο αστείο πράμα απ' αυτό που βλέπω κάθε φορά που τινάζοντας τα φτερά μου τις προσκαλώ να ξαναγυρίσουν πάλι εκεί ψηλά. Κι' όλες είνε πιο βαρειές. Κι' όλες έχουν ξεχάσει πώς πετούν. Βλέπω και παθαίνω ως να τις κάνω να κουνήσουν τα μουδιασμένα φτερά τους. Πιο εύκολα φεύγουν εκείνες που δεν προκάνουν να μείνουν στο κλουβί παρά λιγάκι. Ω! αυτές πετούν τόσο όμορφα που το ταξίδι μαζί τους γίνεται ευχάριστο για μένα. Δεν τα χάνουν· ξέρουν το δρόμο και τραβάν ολόϊσα πάλι για τον καλό Θεούλη.

Και λέγοντας αυτά, ο ροδομάγουλος και γαλανομάτης, χτυπούσε πιο γλήγορα και πιο δυνατά τα φτερά του, και μεγάλωνε, μεγάλωνε ως που έπιασε ολάκαιρο το απάνω μέρος του κρεββατιού· σώπασε για μια στιγμή κ' ύστερα ξανάρχισε πάλι με φωνή δυνατή που βούϊζε στ' αυτιά μου σα σάπλιγγα στριγγή.

  1. Εγώ τους πέρνω τους ανθρώπους προσεχτικά, ανάλαφρα και ταξιδεύουμε ωραία μέσα στον αιθέρα, και πάμε-πάμε... μη με ρωτάς όμως πού θα πάμε. Τους κάνω και ξεχνούν σιγά-σιγά όλα όσα ξέρουν αυτού κάτω στον κόσμο που δε θα το ξαναϊδούν ποτέ πια! ακούς; ποτέ πια! Το τι τραβώ για να τους κάνω να τον ξεχάσουν δε λέγεται Την τραβώ – την τραβώ αυτή την ψυχήμ που καμμιά φορά μένει κομμάτια στα χέρια μου! Και τώρα αν είσαι κουρασμένος, βαρυοστισμένος, κι' αποκαμωμένος, έλα πέσε εδώ κάτω από τα φτερά μου στ' όμορφο και καταπάστρικο αυτό κρεββάτι που μοσχομυρίζει. Θα ξαπλωθής και σιγά-σιγά θα ξαποστάσης, θα κοιμηθής, θα ξεχάσης... Μα είνε τόσο γλυκά και τόσο ωραία που δε θα καταλάβης τίποτα.... Τα δυο φτερά μεγάλωναν κι' άπλωναν κι' έπιαναν όλο τον τοίχο και χτυπούσαν με κρότο τόσο δυνατά, που μ' έκαναν και πετάχτηκα απάνω φωνάζοντας δυνατά. Δε θέλω άγγελέ μου, δε θέλω!... έπειτα τρίβοντας τα μάτια μου καλά είδα τις δυο κουρτίνες και τα παραθυρόφυλλα ανοιγμένα απ' το δυνατόν αέρα τον βουνίσιο, να κουνιώνται· το κερί είχε σβύσει, κ' ένα αδύνατο φως καντηλιού φώτιζε το μικρό αγγελάκι του κρεββατιού που με κοίταζε ειρωνικά. Άρπαξα τη μια παντόφλα, και την σφεντόνισα κατά πάνω του.
  2. Πήγαινε στο... Διάβολο!